κτέρεα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κτέρεα]], τὰ (Α)<br /><b>1.</b> τα νεκρικά δώρα, τα πράγματα τα οποία καίγονταν [[μαζί]] με τον νεκρό [[προς]] τιμήν του («πολλοῑς σὺν κτερέεσσι πυρῆς ἐπέβησαν ὁμοίης», Μόσχ.)<br /><b>2.</b> επικήδειες τιμές<br /><b>3.</b> τα σάβανα, τα υφάσματα με τα οποία περιτύλιγαν τον νεκρό («ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθείς», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ.</b> [[κτέρας]].
|mltxt=[[κτέρεα]], τὰ (Α)<br /><b>1.</b> τα νεκρικά δώρα, τα πράγματα τα οποία καίγονταν [[μαζί]] με τον νεκρό [[προς]] τιμήν του («πολλοῖς σὺν κτερέεσσι πυρῆς ἐπέβησαν ὁμοίης», Μόσχ.)<br /><b>2.</b> επικήδειες τιμές<br /><b>3.</b> τα σάβανα, τα υφάσματα με τα οποία περιτύλιγαν τον νεκρό («ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθείς», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ.</b> [[κτέρας]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:55, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτέρεα Medium diacritics: κτέρεα Low diacritics: κτέρεα Capitals: ΚΤΕΡΕΑ
Transliteration A: ktérea Transliteration B: kterea Transliteration C: kterea Beta Code: kte/rea

English (LSJ)

τά (no sg. in use), A funeral gifts, burnt with the dead, Mosch.4.33, Hsch.: generally, funeral honours, ἐπὶ κτέρεα κτερεΐξαι Od.1.291, cf. 2.222, Il.24.38, etc.; ἔλαχον κτερέων Od.5.311; τῶν ὁσίων ἀντίασεν κτερέων Epigr.Gr.514 (Maced.). 2 later, wrappers for the dead, shroud, ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθείς A.R.1.254.

German (Pape)

[Seite 1518] τά (der nom. sing. τὸ κτέρος u. κτέρας kommt nicht vor; es ist auch wohl ein von dem vorigen verschiedenes Wort, od. wenigstens nicht mit demselben auf κτάομαι zurückzuführen, wenn auch der Zusammenhang zwischen γέρας, γδέρας, κτέρας, den Ahrens behauptet, etwas fern zu liegen scheint); Dinge, die man den Todten bei der Bestattung gleichsam als Eigenthum oder als Ehrengeschenk mitgiebt, Dinge, die dem Abgeschiedenen im Leben besonders lieb gewesen u. die man auf dem Scheiterhaufen mit ihm verbrannte; κτέρεα κτερεΐζειν begreift alles zum vollständigen, feierlichen Leichenbegängniß Gehörige in sich; σῆμά τέ οἱ χεῦαι καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερεΐζειν Od. 1, 291. 2, 222, vgl. 3, 285 Il. 24, 38;. κτερέων λαχεῖν Od. 5, 311; einzeln bei sp. D.; πολλοῖς σὺν κτερέεσσι πυρῆς ἐπέβησαν ὁμοίης Hosch. 4, 3; bei Ap. Rh. 1, 254 ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθείς = in Leichentücher gehüllt.

Greek (Liddell-Scott)

κτέρεα: τά, (οὐδαμοῦ ἐν χρήσει ἑνικ. κτέρος)· ― δῶρα νεκρικά, τὰ ὁποῖα ἐκαίοντο μετὰ τοῦ νεκροῦ (Μόσχ. 4. 33, Ἡσύχ.), καὶ καθόλου, τιμαὶ ἐπικήδειοι, κτέρεα κτερεΐξαι, τὰ νενομισμένα τοῖς νεκροῖς ἐναγίσματα τελέσαι, Λατ. parentalia parentare, Ὀδ. Α. 291, πρβλ. Β. 222, Ἰλ. Ω. 38, κτλ.· ἔλαχον κτερέων Ὀδ. Ε. 311· τῶν ὁσίων ἀντίασεν κτερέων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 514. 2) παρὰ μεταγεν., ὑφάσματα δι’ ὧν περιετυλίσσετο ὁ νεκρός, «σάβανα», ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθεὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 254.

French (Bailly abrégé)

εων (τά) :
honneurs funèbres et sacrifices pour honorer un mort : κτέρεα κτερεΐζειν IL rendre les derniers devoirs.
Étymologie: cf. κτέρας.

English (Autenrieth)

pl.: possessions burned in honor of the dead upon the funeralpyre, hence funeral honors, obsequies (extremi honores), always with κτερεΐζειν.

Spanish

sudario

Greek Monolingual

κτέρεα, τὰ (Α)
1. τα νεκρικά δώρα, τα πράγματα τα οποία καίγονταν μαζί με τον νεκρό προς τιμήν του («πολλοῖς σὺν κτερέεσσι πυρῆς ἐπέβησαν ὁμοίης», Μόσχ.)
2. επικήδειες τιμές
3. τα σάβανα, τα υφάσματα με τα οποία περιτύλιγαν τον νεκρό («ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθείς», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. κτέρας.

Greek Monotonic

κτέρεα: τά (δεν υπάρχει ενικός κτέρας σε χρήση), δώρα νεκρικά που καίγονταν μαζί με το νεκρό, νεκρικές τιμές, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

κτέρεα: τά торжественная отдача последнего долга, погребальные почести: κ. κτερεΐζειν или κτερίζειν Hom. справлять погребальные обряды.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτέρεα -έων, τά [~ κτέρας] alleen plur. dodengaven.

Middle Liddell

κτέρεα, τά, [no sg. κτέρας in use]
funeral gifts, burnt with the dead, funeral honours, Hom.