ετάζω: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(14)
 
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἐτάζω]])<br />(συνηθέστ. εν συνθέσει) [[ερευνώ]], [[εξετάζω]], [[αναζητώ]] («ἐτάζειν τοὺς ἀδικέοντας», Δημόκρ.)<br />το [[ρήμα]] σύνηθες στους Ο: «σὺ εἶ ὁ ἑτάζων καρδίας», Α' Παραλειπομένων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[υποβάλλω]] σε δοκιμασίες, [[βασανίζω]], [[τυραννώ]] («ἤτασεν ὁ θεὸς τὸν Φαραὼ ἐτασμοῑς μεγάλοις καὶ πονηροῑς», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποκαλύπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θεωρείται παράγωγο του επιθ. [[ετός]], που απαντά μόνο στον τύπο <i>ετά</i> «αληθή, [[αγαθά]]» και του οποίου η [[ετυμολογία]] [[είναι]] αβέβαιη. Πρόκειται [[μάλλον]] για ρηματικό [[επίθετο]] του [[ειμί]] αναγόμενο σε ΙΕ τύπο <i>s</i>-<i>e</i>-<i>to</i>-<i>s</i> και συγγενές με τα αρχ. ινδ. <i>satya</i>- «[[αληθής]]» και αρχ. ισλ. <i>sannr</i> «[[αληθής]]». Η [[ψίλωση]] αποδίδεται στην ιωνική [[προέλευση]] της λέξεως, η όλη όμως [[ετυμολογία]] [[είναι]] αμφίβολη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[έτασις]], [[ετασμός]], [[εταστής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανετάζω]], [[αντεξετάζω]], <i>αντιπαρεξετάζω</i>, [[διεξετάζω]], [[εξετάζω]], <i>επεξετάζω</i>, [[κατεξετάζω]], [[παρεξετάζω]], [[παρετάζω]], [[προεξετάζω]], [[προσεξετάζω]], [[συνεξετάζω]].
|mltxt=(ΑΜ [[ἐτάζω]])<br />(συνηθέστ. εν συνθέσει) [[ερευνώ]], [[εξετάζω]], [[αναζητώ]] («ἐτάζειν τοὺς ἀδικέοντας», Δημόκρ.)<br />το [[ρήμα]] σύνηθες στους Ο: «σὺ εἶ ὁ ἑτάζων καρδίας», Α' Παραλειπομένων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[υποβάλλω]] σε δοκιμασίες, [[βασανίζω]], [[τυραννώ]] («ἤτασεν ὁ θεὸς τὸν Φαραὼ ἐτασμοῖς μεγάλοις καὶ πονηροῖς», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποκαλύπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θεωρείται παράγωγο του επιθ. [[ετός]], που απαντά μόνο στον τύπο <i>ετά</i> «αληθή, [[αγαθά]]» και του οποίου η [[ετυμολογία]] [[είναι]] αβέβαιη. Πρόκειται [[μάλλον]] για ρηματικό [[επίθετο]] του [[ειμί]] αναγόμενο σε ΙΕ τύπο <i>s</i>-<i>e</i>-<i>to</i>-<i>s</i> και συγγενές με τα αρχ. ινδ. <i>satya</i>- «[[αληθής]]» και αρχ. ισλ. <i>sannr</i> «[[αληθής]]». Η [[ψίλωση]] αποδίδεται στην ιωνική [[προέλευση]] της λέξεως, η όλη όμως [[ετυμολογία]] [[είναι]] αμφίβολη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[έτασις]], [[ετασμός]], [[εταστής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανετάζω]], [[αντεξετάζω]], <i>αντιπαρεξετάζω</i>, [[διεξετάζω]], [[εξετάζω]], <i>επεξετάζω</i>, [[κατεξετάζω]], [[παρεξετάζω]], [[παρετάζω]], [[προεξετάζω]], [[προσεξετάζω]], [[συνεξετάζω]].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 18 June 2022

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐτάζω)
(συνηθέστ. εν συνθέσει) ερευνώ, εξετάζω, αναζητώ («ἐτάζειν τοὺς ἀδικέοντας», Δημόκρ.)
το ρήμα σύνηθες στους Ο: «σὺ εἶ ὁ ἑτάζων καρδίας», Α' Παραλειπομένων
αρχ.-μσν.
υποβάλλω σε δοκιμασίες, βασανίζω, τυραννώ («ἤτασεν ὁ θεὸς τὸν Φαραὼ ἐτασμοῖς μεγάλοις καὶ πονηροῖς», ΠΔ)
αρχ.
αποκαλύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεωρείται παράγωγο του επιθ. ετός, που απαντά μόνο στον τύπο ετά «αληθή, αγαθά» και του οποίου η ετυμολογία είναι αβέβαιη. Πρόκειται μάλλον για ρηματικό επίθετο του ειμί αναγόμενο σε ΙΕ τύπο s-e-to-s και συγγενές με τα αρχ. ινδ. satya- «αληθής» και αρχ. ισλ. sannr «αληθής». Η ψίλωση αποδίδεται στην ιωνική προέλευση της λέξεως, η όλη όμως ετυμολογία είναι αμφίβολη.
ΠΑΡ. αρχ. έτασις, ετασμός, εταστής.
ΣΥΝΘ. ανετάζω, αντεξετάζω, αντιπαρεξετάζω, διεξετάζω, εξετάζω, επεξετάζω, κατεξετάζω, παρεξετάζω, παρετάζω, προεξετάζω, προσεξετάζω, συνεξετάζω.