αὔγασμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[mancha descolorida]] ἐὰν γένηται ἐν δέρματι ... αὐγάσματα αὐγάζοντα LXX <i>Le</i>.13.38.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[mancha descolorida]] ἐὰν γένηται ἐν δέρματι ... αὐγάσματα αὐγάζοντα [[LXX]] <i>Le</i>.13.38.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὔγασμα]], το (Α) [[αυγάζω]]<br /><b>1.</b> [[λαμπρότητα]], [[φέγγος]]<br /><b>2.</b> [[λευκό]] [[εξάνθημα]] του δέρματος.
|mltxt=[[αὔγασμα]], το (Α) [[αυγάζω]]<br /><b>1.</b> [[λαμπρότητα]], [[φέγγος]]<br /><b>2.</b> [[λευκό]] [[εξάνθημα]] του δέρματος.
}}
}}

Revision as of 15:20, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔγασμα Medium diacritics: αὔγασμα Low diacritics: αύγασμα Capitals: ΑΥΓΑΣΜΑ
Transliteration A: aúgasma Transliteration B: augasma Transliteration C: aygasma Beta Code: au)/gasma

English (LSJ)

ατος, τό, A brightness, whiteness, LXXLe.13.38.

German (Pape)

[Seite 391] τό, Erleuchtung, Glanz, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

αὔγασμα: τό, ἐξάνθημα λευκὸν στίλβον, ἐὰν γένηται ἐν δέρματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ αὐγάσματα αὐγάζοντα, λευκανθίζοντα Ἑβδ. (Λευ. ιγ΄, 38), λάμψις, στιλπνότης, Σειρὰχ μγ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 8686.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
mancha descolorida ἐὰν γένηται ἐν δέρματι ... αὐγάσματα αὐγάζοντα LXX Le.13.38.

Greek Monolingual

αὔγασμα, το (Α) αυγάζω
1. λαμπρότητα, φέγγος
2. λευκό εξάνθημα του δέρματος.