ἀχάτης: Difference between revisions
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ mineral. [[ágata]] ὁ ἀ. ἀπὸ τοῦ Ἀχάτου ποταμοῦ Thphr.<i>Lap</i>.31, cf. LXX <i>Ex</i>.28.19, 36.19, <i>Ez</i>.28.13, I.<i>AI</i> 3.168, Nonn.<i>D</i>.5.170, λίθος [[ἀχάτης]] Gal.19.734, 735. | |dgtxt=-ου, ὁ mineral. [[ágata]] ὁ ἀ. ἀπὸ τοῦ Ἀχάτου ποταμοῦ Thphr.<i>Lap</i>.31, cf. [[LXX]] <i>Ex</i>.28.19, 36.19, <i>Ez</i>.28.13, I.<i>AI</i> 3.168, Nonn.<i>D</i>.5.170, λίθος [[ἀχάτης]] Gal.19.734, 735. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 16:05, 20 June 2022
English (LSJ)
[ᾰχᾱ], ου, ὁ, A agate, Thphr.Lap.31, J.AJ3.7.5, D.P.1075, Nonn.D.5.170.
German (Pape)
[Seite 417] ὁ, der Achat, Theophr.; D. Per. 1075.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχάτης: -ου, ὁ, εἶδος πολυτίμου λίθου, Θεόφρ. π. Λίθ. 31, Διον. Π. 1075. [ᾰχᾱ]
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
agate.
Étymologie: DELG pê emprunté.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ mineral. ágata ὁ ἀ. ἀπὸ τοῦ Ἀχάτου ποταμοῦ Thphr.Lap.31, cf. LXX Ex.28.19, 36.19, Ez.28.13, I.AI 3.168, Nonn.D.5.170, λίθος ἀχάτης Gal.19.734, 735.
Greek Monolingual
ο (AM ἀχάτης)
ημιπολύτιμο πυριτικό ορυκτό, ποικιλία του χαλαζία, που παρουσιάζει ζώνες με διάφορα χρώματα και διαφορετική διαφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. και, κατά μία άποψη, σημιτικής προελεύσεως. Ο ποταμός της Σικελίας καθώς και το κύριο όνομα Αχάτης πρέπει να έλαβαν την ονομασία τους από το όνομα του λίθου].
Frisk Etymological English
-ου
Grammatical information: m.
Meaning: agate (Thphr.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. Semitic etymology in Lewy Fremdw. 56. -. The river Achates on Sicily and the PN Achates are probably called after the stone. Cf. Lewy.
Frisk Etymology German
ἀχάτης: -ου
{akhá̄tēs}
Grammar: m.
Meaning: Achat (Thphr. usw. )
Etymology : Unerklärtes Fremdwort. Semitische Etymologien bei Lewy Fremdw. 56. — Der Fluß Achates auf Sizilien ist wahrscheinlich nach dem Stein benannt, nicht umgekehrt. Auch der PN Achates stammt vom Steine. Vgl. Lewy ebd.
Page 1,199