ζυγοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "elsewh." to "elsewhere")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zygoforos
|Transliteration C=zygoforos
|Beta Code=zugofo/ros
|Beta Code=zugofo/ros
|Definition=ον, [[bearing the yoke]], [[πῶλος]] E. ''HF'' 121 (lyr., -ηφόρος codd.); [[ἵπποι]] Plu. 2.524a; elsewh. in poet. form [[ζυγηφόρος]].
|Definition=ον, [[bearing the yoke]], [[πῶλος]] E. ''HF'' 121 (lyr., -ηφόρος codd.); [[ἵπποι]] Plu. 2.524a; elsewhere in poet. form [[ζυγηφόρος]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:40, 27 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζυγοφόρος Medium diacritics: ζυγοφόρος Low diacritics: ζυγοφόρος Capitals: ΖΥΓΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: zygophóros Transliteration B: zygophoros Transliteration C: zygoforos Beta Code: zugofo/ros

English (LSJ)

ον, bearing the yoke, πῶλος E. HF 121 (lyr., -ηφόρος codd.); ἵπποι Plu. 2.524a; elsewhere in poet. form ζυγηφόρος.

German (Pape)

[Seite 1141] = ζυγηφόρος, ἵππος Plut. cup. div. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγοφόρος: -ον, φέρων τὸν ζυγόν, πῶλος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 121 (λυρ.)· ἵπποι Πλούτ. 2. 524Α· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ζυγηφόρος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341, Εὐρ. Ρήσ. 303.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte le joug.
Étymologie: ζυγόν, φέρω.

Greek Monolingual

ζυγοφόρος, -ον και ποιητ. τ. ζυγηφόρος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ζυγό, που φέρει ζυγό («ζυγοφόροι ἵπποι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελιαφόρος, αχθοφόρος.

Greek Monotonic

ζῠγοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ζυγό, λέγεται για τα ζώα που έχουν ζευχθεί σε ζυγό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγοφόρος: несущий ярмо, подъяремный (πῶλος Eur.; ἵππος Plut.).

Middle Liddell

ζῠγο-φόρος, ον φέρω
bearing the yoke, Eur.