προαναλέγω: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " πᾱν " to " πᾶν ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />(ενεργ<br />και μέσ.) [[συλλέγω]] [[προηγουμένως]] («προαναλεξάμενος | |mltxt=ΜΑ<br />(ενεργ<br />και μέσ.) [[συλλέγω]] [[προηγουμένως]] («προαναλεξάμενος πᾶν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναφέρω]] [[προηγουμένως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναλέγω]] «[[συλλέγω]], [[συγκεντρώνω]]». Η λ. με τη σημ. «[[αναφέρω]] [[προηγουμένως]]» <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀνά</i> <span style="color: red;">+</span> [[λέγω]] «[[μιλώ]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 6 August 2022
English (LSJ)
A mention before, Mitteis Chr.31v25, 1x1 (ii B.C., Pass.). II collect, gather before, Sammelb.4425 iii 10 (ii A.D.):—also in Med., Gp.10.22.1.
German (Pape)
[Seite 707] vorher aufzählen, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
προαναλέγω: ἀναφέρω, μνημονεύω, πρότερον, Papyr. Gr. Peyron 1. 34. II Μέσ., συλλέγω πρότερον, προαναλεξάμενος πᾶν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων Γεωπ. 10. 22, 1.
Greek Monolingual
ΜΑ
(ενεργ
και μέσ.) συλλέγω προηγουμένως («προαναλεξάμενος πᾶν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων», Γεωπ.)
αρχ.
αναφέρω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναλέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω». Η λ. με τη σημ. «αναφέρω προηγουμένως» < προ- + ἀνά + λέγω «μιλώ»].