κῆμος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(7) |
mNo edit summary |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kimos | |Transliteration C=kimos | ||
|Beta Code=kh=mos | |Beta Code=kh=mos | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, = [[λεοντοπόδιον]] ([[Leontice leontopetalum]], [[lion's leaf]]), Dsc.4.133, Orph.A.920. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1431.png Seite 1431]] ἡ, eine magische Pflanze, Orph. Arg. 923; nach Diosc. = [[λεοντοπόδιον]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κῆμος''': ἡ, [[φυτόν]] τι καλούμενον καὶ [[λεοντοπόδιον]], Διοσκ. 4. 131, Ὀρφ. Ἀργ. 923. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κῆμος]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] φυτού που ονομάζεται και [[λεοντοπόδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του με τη λ. [[κημός]] θεωρείται [[μάλλον]] απίθανη]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:13, 7 August 2022
English (LSJ)
ἡ, = λεοντοπόδιον (Leontice leontopetalum, lion's leaf), Dsc.4.133, Orph.A.920.
German (Pape)
[Seite 1431] ἡ, eine magische Pflanze, Orph. Arg. 923; nach Diosc. = λεοντοπόδιον.
Greek (Liddell-Scott)
κῆμος: ἡ, φυτόν τι καλούμενον καὶ λεοντοπόδιον, Διοσκ. 4. 131, Ὀρφ. Ἀργ. 923.
Greek Monolingual
κῆμος, ἡ (Α)
είδος φυτού που ονομάζεται και λεοντοπόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του με τη λ. κημός θεωρείται μάλλον απίθανη].