θραῦσις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και θράψη, ἡ (ΑΜ [[θραῦσις]]) [[θραύω]]<br /><b>1.</b> ο [[βίαιος]] [[χωρισμός]] τών μορίων σκληρού σώματος, [[σπάσιμο]], [[σύντριψη]]<br /><b>2.</b> (για νόσο ή πόλεμο) [[εξόντωση]], όλεθρος, [[καταστροφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[λύση]] της συνέχειας τών σωματιδίων ενός υλικού η οποία οφείλεται σε υπέρμετρη [[καταπόνηση]] του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κάνω]] [[θραύση]]» α) [[προκαλώ]] [[μεγάλη]] [[καταστροφή]]<br />β) [[επικρατώ]] πλήρως, [[θριαμβεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[κατά]] τόπους [[πτώση]] τών τριχών της κεφαλής.
|mltxt=[[θραύση]] και θράψη, ἡ (ΑΜ [[θραῦσις]]) [[θραύω]]<br /><b>1.</b> ο [[βίαιος]] [[χωρισμός]] τών μορίων σκληρού σώματος, [[σπάσιμο]], [[σύντριψη]]<br /><b>2.</b> (για νόσο ή πόλεμο) [[εξόντωση]], όλεθρος, [[καταστροφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[λύση]] της συνέχειας τών σωματιδίων ενός υλικού η οποία οφείλεται σε υπέρμετρη [[καταπόνηση]] του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κάνω]] [[θραύση]]» α) [[προκαλώ]] [[μεγάλη]] [[καταστροφή]]<br />β) [[επικρατώ]] πλήρως, [[θριαμβεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[κατά]] τόπους [[πτώση]] τών τριχών της κεφαλής.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 07:44, 13 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θραῦσις Medium diacritics: θραῦσις Low diacritics: θραύσις Capitals: ΘΡΑΥΣΙΣ
Transliteration A: thraûsis Transliteration B: thrausis Transliteration C: thraysis Beta Code: qrau=sis

English (LSJ)

εως, ἡ, (θραύω) A comminution, opp. κάταξις, Arist.Mete. 386a13, 390b7, Placit.3.3.7, Sor.Fract.12. II slaughter, LXX 2 Ki. 17.9; destruction by plague, ib.24.15, Nu.16.48. III falling off of hair in patches, Gal.19.430. IV = ὀργή, πληγή, σφῦρα ἡ τοὺς βώλους θραύουσα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1217] ἡ, das Zerbrechen, Plut. plac. phil. 3, 3.

Greek Monolingual

θραύση και θράψη, ἡ (ΑΜ θραῦσις) θραύω
1. ο βίαιος χωρισμός τών μορίων σκληρού σώματος, σπάσιμο, σύντριψη
2. (για νόσο ή πόλεμο) εξόντωση, όλεθρος, καταστροφή
νεοελλ.
1. τεχνολ. η λύση της συνέχειας τών σωματιδίων ενός υλικού η οποία οφείλεται σε υπέρμετρη καταπόνηση του
2. φρ. «κάνω θραύση» α) προκαλώ μεγάλη καταστροφή
β) επικρατώ πλήρως, θριαμβεύω
αρχ.
η κατά τόπους πτώση τών τριχών της κεφαλής.

Greek (Liddell-Scott)

θραῦσις: -εως, ἡ, (θραύω) τὸ θραύειν, τσάκισμα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 9., 12, 8, Πλούτ. 2. 893D.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de briser.
Étymologie: θραύω.

Russian (Dvoretsky)

θραῦσις: εως ἡ ломание, разбивание Arst., Plut.