ἀπήμαντος: Difference between revisions

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sain et sauf;<br /><b>2</b> inoffensif.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πημαίνω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sain et sauf;<br /><b>2</b> inoffensif.<br />'''Étymologie:''' [[]], [[πημαίνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 16:50, 14 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπήμαντος Medium diacritics: ἀπήμαντος Low diacritics: απήμαντος Capitals: ΑΠΗΜΑΝΤΟΣ
Transliteration A: apḗmantos Transliteration B: apēmantos Transliteration C: apimantos Beta Code: a)ph/mantos

English (LSJ)

ον, A unharmed, unhurt, Od.19.282, cf. Hes.Th.955; ἀ. βίοτος a life free from misery, Pi.O.8.87; ἔστω δ' ἀπήμαντον be misery far away, A.Ag.378 (lyr.). II Act., unharming, σθένος Id.Supp. 576(lyr.); of snakes, Nic.Th.492. Adv. ἀπημάντως Tz.ad Lyc.886.

German (Pape)

[Seite 290] unversehrt, unbeschädigt, Od. 19, 282; βίοτος Pind. Ol. 8, 87; σθένος Aesch. Suppl. 571; vgl. Ag. 368.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπήμαντος: -ον, ὁ μὴ παθὼν βλάβην ἢ κακόν τι, πέμπειν τέ μιν.. αὐτοὶ οἴκαδ’ ἀπήμαντον Ὀδ. Τ. 282· ἀπήμαντος βίοτος, βίος ἄνευ παθημάτων, «ζωὴ χωρὶς βάσανα» Πινδ. Ο. 8 ἐν τέλ.: ― ἔστω δ’ ἀπήμαντον, ἔστω ἄνευ πημάτων ἄνευ παθημάτων, Αἰσχ. Ἀγ. 378. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν βλάβην, σθένος ὁ αὐτ. Ἱκ. 576· ἐπὶ προσώπων, Νικ. Θ. 492. ― Ἐπίρρ. ἀπημάντως Τζέτζ. σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 886.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sain et sauf;
2 inoffensif.
Étymologie: , πημαίνω.

English (Autenrieth)

(πημαίνω): unharmed, Od. 19.282†.

English (Slater)

ᾰπήμαντος
   1 free from pain ἀπήμαντον ἄγων βίοτον (O. 8.87)

Greek Monolingual

ἀπήμαντος κ. ἀπήματος, -ον (AM)
αυτός που δεν έχει πάθει καμιά συμφορά ή ζημιά
αρχ.
αυτός που δεν προξενεί κανένα κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πημαίνω < πήμα «συμφορά, δυστυχία»].

Greek Monotonic

ἀπήμαντος: -ον (πημαίνω), αβλαβής, απείραχτος, σε Ομήρ. Οδ.· ἔστω δ' ἀπήμαντον, να είσαι χωρίς παθήματα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπήμαντος:
1) невредимый (πέμπειν τινὰ οἴκαδ᾽ ἀπήμαντον Hom.);
2) беспечальный, безмятежный (βίοτος Pind.);
3) целебный, благотворный (σθένος Aesch.).

Middle Liddell

πημαίνω
unharmed, unhurt, Od.: ἔστω δ' ἀπήμαντον be misery far away, Aesch.