χαριέντως: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 12: | Line 12: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext=Ἐπίρρ. τοῦ [[χαρίεις]]: [[χαριέντως]], [[ἐπιχαρίτως]], μετὰ χάριτος, [[κομψῶς]], [[εὐφυῶς]], [[δεξιῶς]], [[κακῶς]], χ. ἔχειν τὸ [[σῶμα]], ἐν καλῇ καταστάσει, Πλάτ. Φαίδων 80C· [[πάνυ]] χ. ἀποδέδεικται [[αὐτόθι]] 87A, πρβλ. Πολιτικ. 300B, Πολ. 331A· δείπνου [[χαριέντως]] πεπρυτανευμένου Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 4. 2) φιλαγάθως, εὐγενῶς, εὐμενῶς, Ἰσοκρ. 86D. 3) μετὰ καλῶν διαθέσεων, μὲ καλὸν σκοπόν, χ. μὲν, ἀπειροτέρως δὲ ὁ αὐτ. 240C | |lstext=Ἐπίρρ. τοῦ [[χαρίεις]]: [[χαριέντως]], [[ἐπιχαρίτως]], μετὰ χάριτος, [[κομψῶς]], [[εὐφυῶς]], [[δεξιῶς]], [[κακῶς]], χ. ἔχειν τὸ [[σῶμα]], ἐν καλῇ καταστάσει, Πλάτ. Φαίδων 80C· [[πάνυ]] χ. ἀποδέδεικται [[αὐτόθι]] 87A, πρβλ. Πολιτικ. 300B, Πολ. 331A· δείπνου [[χαριέντως]] πεπρυτανευμένου Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 4. 2) φιλαγάθως, εὐγενῶς, εὐμενῶς, Ἰσοκρ. 86D. 3) μετὰ καλῶν διαθέσεων, μὲ καλὸν σκοπόν, χ. μὲν, ἀπειροτέρως δὲ ὁ αὐτ. 240C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[χαριέντως]] ΝΜΑ<br />με [[χάρη]], με [[κομψότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[ευγένεια]] («[[χαριέντως]] ἀπεκρίθη», Αθανάσ.)<br /><b>2.</b> με καλή [[διάθεση]], με καλή [[πρόθεση] | |mltxt=[[χαριέντως]] ΝΜΑ<br />με [[χάρη]], με [[κομψότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[ευγένεια]] («[[χαριέντως]] ἀπεκρίθη», Αθανάσ.)<br /><b>2.</b> με καλή [[διάθεση]], με καλή [[πρόθεση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:30, 18 August 2022
English (Woodhouse)
(see also: χαρίεις) charmingly, cleverly, elegantly, gracefully, pleasingly, stylishly, winningly, wittily
German (Pape)
[Seite 1337] adv. von χαρίεις, anmuthig, scherzhaft, geistreich, allerliebst; πάνυ γὰρ χαριέντως καὶ μεμελημένως ἔχει τὰ εἰρημένα Plat. Prot. 344 b, vgl. Polit. 300 b Phaed. 87 a, auch ironisch; – gutmüthig, ἀμύνεσθαι Isocr. 5, 22.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec grâce ; avec esprit ou finesse, d’une manière agréable;
2 avec bonne grâce, de bon cœur ; particul. à bonne intention;
Cp. χαριέστερον.
Étymologie: χαρίεις.
Russian (Dvoretsky)
χᾰριέντως:
1) красиво, изящно: χ. ἔχειν τὸ σῶμα Plat. обладать физической красотой;
2) остроумно, искусно (συμβουλεύειν Plat.): οὐκ ἀνατίθεμαι μὴ οὐχὶ πάνυ χ. ἀποδεδεῖχθαι Plat. я не отрицаю, что (это) доказано превосходно; χ. μέν, ἀπειροτέρως δὲ ἐπαινεῖν τι Isocr. хвалить что-л. остроумно, но без знания дела;
3) вежливо, мягко (ἀμύνεσθαί τινα Isocr.).
Greek (Liddell-Scott)
Ἐπίρρ. τοῦ χαρίεις: χαριέντως, ἐπιχαρίτως, μετὰ χάριτος, κομψῶς, εὐφυῶς, δεξιῶς, κακῶς, χ. ἔχειν τὸ σῶμα, ἐν καλῇ καταστάσει, Πλάτ. Φαίδων 80C· πάνυ χ. ἀποδέδεικται αὐτόθι 87A, πρβλ. Πολιτικ. 300B, Πολ. 331A· δείπνου χαριέντως πεπρυτανευμένου Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 4. 2) φιλαγάθως, εὐγενῶς, εὐμενῶς, Ἰσοκρ. 86D. 3) μετὰ καλῶν διαθέσεων, μὲ καλὸν σκοπόν, χ. μὲν, ἀπειροτέρως δὲ ὁ αὐτ. 240C.
Greek Monolingual
χαριέντως ΝΜΑ
με χάρη, με κομψότητα
αρχ.
1. με ευγένεια («χαριέντως ἀπεκρίθη», Αθανάσ.)
2. με καλή διάθεση, με καλή πρόθεση.