χαριέντως: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext=Ἐπίρρ. τοῦ [[χαρίεις]]: [[χαριέντως]], [[ἐπιχαρίτως]], μετὰ χάριτος, [[κομψῶς]], [[εὐφυῶς]], [[δεξιῶς]], [[κακῶς]], χ. ἔχειν τὸ [[σῶμα]], ἐν καλῇ καταστάσει, Πλάτ. Φαίδων 80C· [[πάνυ]] χ. ἀποδέδεικται [[αὐτόθι]] 87A, πρβλ. Πολιτικ. 300B, Πολ. 331A· δείπνου [[χαριέντως]] πεπρυτανευμένου Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 4. 2) φιλαγάθως, εὐγενῶς, εὐμενῶς, Ἰσοκρ. 86D. 3) μετὰ καλῶν διαθέσεων, μὲ καλὸν σκοπόν, χ. μὲν, ἀπειροτέρως δὲ ὁ αὐτ. 240C. IV. τὸ οὐδ. ἦν ἐν χρήσει καὶ ὡς ἐπίρρ. παρ’ Ἀττ. καὶ μόνον [[τότε]] ἐγράφετο ὡς προπαροξύτ. χάριεν, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 798, Α. Β. 570, Ἐτυμ. Μέγ. 358, Εὐστ. 1088. 7, κλπ.· [[ὅθεν]] ὁ Βεκκῆρ καὶ ἄλλοι ἐκδόται διώρθωσαν χάριεν ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 145, Πλάτ. Πολ. 426A, Εὐθύδ. 303E, κτλ. Ὁ γνησίως Ἀττ. [[τύπος]] θὰ ἦτο χαριής, κατὰ τὸ ὑγιής, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ συγκριτ. καὶ ὑπερθ. χαριέστερος, -έστατος· ἀλλὰ [[ταχέως]] ἐπεκράτησεν ὁ Αἰολ. καὶ Βοιωτ. [[τύπος]] [[χαρίεις]], ἐν ᾧ ὁ [[τύπος]] [[ὑγίεις]] μένει ὡς [[σπάνιος]] ποιητικὸς [[τύπος]]).
|lstext=Ἐπίρρ. τοῦ [[χαρίεις]]: [[χαριέντως]], [[ἐπιχαρίτως]], μετὰ χάριτος, [[κομψῶς]], [[εὐφυῶς]], [[δεξιῶς]], [[κακῶς]], χ. ἔχειν τὸ [[σῶμα]], ἐν καλῇ καταστάσει, Πλάτ. Φαίδων 80C· [[πάνυ]] χ. ἀποδέδεικται [[αὐτόθι]] 87A, πρβλ. Πολιτικ. 300B, Πολ. 331A· δείπνου [[χαριέντως]] πεπρυτανευμένου Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 4. 2) φιλαγάθως, εὐγενῶς, εὐμενῶς, Ἰσοκρ. 86D. 3) μετὰ καλῶν διαθέσεων, μὲ καλὸν σκοπόν, χ. μὲν, ἀπειροτέρως δὲ ὁ αὐτ. 240C.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[χαριέντως]] ΝΜΑ<br />με [[χάρη]], με [[κομψότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[ευγένεια]] («[[χαριέντως]] ἀπεκρίθη», Αθανάσ.)<br /><b>2.</b> με καλή [[διάθεση]], με καλή [[πρόθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τολμ</i>-<i>ή</i>-<i>εις</i>). Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι στο επίθ. [[χαρίεις]], η κατάλ. -<i>εις</i> έχει προστεθεί στο θ. της λ. [[χωρίς]] τη [[μεσολάβηση]] συνδετικού φωνήεντος (για την κατάλ. -<i>εις</i> <b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>)].
|mltxt=[[χαριέντως]] ΝΜΑ<br />με [[χάρη]], με [[κομψότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[ευγένεια]] («[[χαριέντως]] ἀπεκρίθη», Αθανάσ.)<br /><b>2.</b> με καλή [[διάθεση]], με καλή [[πρόθεση]].
}}
}}

Revision as of 07:30, 18 August 2022

English (Woodhouse)

(see also: χαρίεις) charmingly, cleverly, elegantly, gracefully, pleasingly, stylishly, winningly, wittily

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search

German (Pape)

[Seite 1337] adv. von χαρίεις, anmuthig, scherzhaft, geistreich, allerliebst; πάνυ γὰρ χαριέντως καὶ μεμελημένως ἔχει τὰ εἰρημένα Plat. Prot. 344 b, vgl. Polit. 300 b Phaed. 87 a, auch ironisch; – gutmüthig, ἀμύνεσθαι Isocr. 5, 22.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 avec grâce ; avec esprit ou finesse, d’une manière agréable;
2 avec bonne grâce, de bon cœur ; particul. à bonne intention;
Cp. χαριέστερον.
Étymologie: χαρίεις.

Russian (Dvoretsky)

χᾰριέντως:
1) красиво, изящно: χ. ἔχειν τὸ σῶμα Plat. обладать физической красотой;
2) остроумно, искусно (συμβουλεύειν Plat.): οὐκ ἀνατίθεμαι μὴ οὐχὶ πάνυ χ. ἀποδεδεῖχθαι Plat. я не отрицаю, что (это) доказано превосходно; χ. μέν, ἀπειροτέρως δὲ ἐπαινεῖν τι Isocr. хвалить что-л. остроумно, но без знания дела;
3) вежливо, мягко (ἀμύνεσθαί τινα Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

Ἐπίρρ. τοῦ χαρίεις: χαριέντως, ἐπιχαρίτως, μετὰ χάριτος, κομψῶς, εὐφυῶς, δεξιῶς, κακῶς, χ. ἔχειν τὸ σῶμα, ἐν καλῇ καταστάσει, Πλάτ. Φαίδων 80C· πάνυ χ. ἀποδέδεικται αὐτόθι 87A, πρβλ. Πολιτικ. 300B, Πολ. 331A· δείπνου χαριέντως πεπρυτανευμένου Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 4. 2) φιλαγάθως, εὐγενῶς, εὐμενῶς, Ἰσοκρ. 86D. 3) μετὰ καλῶν διαθέσεων, μὲ καλὸν σκοπόν, χ. μὲν, ἀπειροτέρως δὲ ὁ αὐτ. 240C.

Greek Monolingual

χαριέντως ΝΜΑ
με χάρη, με κομψότητα
αρχ.
1. με ευγένειαχαριέντως ἀπεκρίθη», Αθανάσ.)
2. με καλή διάθεση, με καλή πρόθεση.