κατάδεσις: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατάδεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> перевязь, повязка (τῆς κεφαλῆς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> магический узел (один из приемов античной магии) Plat. | |elrutext='''κατάδεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[перевязь]], [[повязка]] (τῆς κεφαλῆς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> магический узел (один из приемов античной магии) Plat. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατάδεσις -εως, ἡ [καταδέω 1] bezwering. | |elnltext=κατάδεσις -εως, ἡ [καταδέω 1] bezwering. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:51, 19 August 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A binding fast, Plu.2.771a. II binding by magic knots: hence, spells, enchantments, in plural, Pl.Lg.933a.
German (Pape)
[Seite 1345] ἡ, das An-, Festbinden, der Verband; Plut. amat. 25; neben ἐπῳδαί Plat. Legg. XI, 933 a; vgl. κατάδεσμος.
Greek (Liddell-Scott)
κατάδεσις: -εως, ἡ, τὸ στερεῶς δένειν, στερεὸν δέσιμον, Πλούτ. 2. 771Α. ΙΙ. δέσις διὰ μαγείας, Λατ. defixio, Πλάτ. Νόμ. 933Α· πρβλ. κατάδεσμος.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de lier, d’attacher.
Étymologie: καταδέω¹.
Greek Monolingual
κατάδεσις, ἡ (Α) καταδέω (Ι)]
1. στερεό δέσιμο
2. δέσιμο κάποιου με μάγια
3. στον πληθ. οἱ καταδέσεις
μαγείες, μαγγανείες («ἐπῳδαῑς καὶ καταδέσεσι», Πλάτ.).
Russian (Dvoretsky)
κατάδεσις: εως ἡ
1) перевязь, повязка (τῆς κεφαλῆς Plut.);
2) магический узел (один из приемов античной магии) Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάδεσις -εως, ἡ [καταδέω 1] bezwering.