ἰσχιαδικός: Difference between revisions
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰσχιᾰδικός:''' [[ἰσχιάς]]<br /><b class="num">1)</b> бедренный, седалищный (dolores Plin.);<br /><b class="num">2)</b> страдающий от боли в седалищном нерве Plin. | |elrutext='''ἰσχιᾰδικός:''' [[ἰσχιάς]]<br /><b class="num">1)</b> [[бедренный]], [[седалищный]] (dolores Plin.);<br /><b class="num">2)</b> страдающий от боли в седалищном нерве Plin. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:22, 19 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, (ἰσχίον) A of the hips, φθίσις Hp.Coac.140. II of persons, subject to sciatica, Dsc.1.30.6, Gal.13.986. III good for sciatica, ἐπίπλασμα Dsc.2.174 (as v.l.), cf. Gal.l.c.
German (Pape)
[Seite 1272] an Hüftschmerzen, Lendenweh leidend; auch heilsam dagegen, Diosc. u. a. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχιᾰδικός: ἡ, όν, (ἰσχίον) ἀνήκων εἰς τὰ ἰσχία, φθίσις Ἰππ. 139F. ΙΙ. ἐπὶ τῶν πασχόντων ἐξ ἰσχιαλγίας, Διοσκ. 1. 35, Γαλην. ΙΙΙ. ἰαματικὸς διὰ τὴν ἰσχιαλγίαν, ἐπίπλασμα Διοσκ.. 2. 205.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἰσχιαδικός, -ή, -όν) ισχιάς
αυτός που πάσχει από χρόνια ισχιαλγία
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία
2. (για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη θεραπεία της ισχιαλγίας.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχιᾰδικός: ἰσχιάς
1) бедренный, седалищный (dolores Plin.);
2) страдающий от боли в седалищном нерве Plin.