ἠλέματος: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἠλέμᾰτος:''' дор. [[ἀλέματος]] 2<br /><b class="num">1)</b> пустой, ничтожный, глупый ([[ψυχά]] Theocr.; γλαῦξ [[Timon]] ap. Diog. L.; φαντασίη Anth.);<br /><b class="num">2)</b> тщетный, напрасный (χερὸς [[ἑκηβολία]] Anth.). | |elrutext='''ἠλέμᾰτος:''' дор. [[ἀλέματος]] 2<br /><b class="num">1)</b> пустой, ничтожный, глупый ([[ψυχά]] Theocr.; γλαῦξ [[Timon]] ap. Diog. L.; φαντασίη Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[тщетный]], [[напрасный]] (χερὸς [[ἑκηβολία]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 11:25, 19 August 2022
English (LSJ)
Dor. and Aeol. ἀλέματος, ον, A idle, vain, Sapph.Supp. 15.5, Alc.Supp.23.4; ὦ τᾶς ἀλεμάτω ψυχᾶς prob. l. in Theoc.15.4 (ἀδεμ-, ἀδαμ- codd.); of a person, Timo 34.3, cf. 66.4 (cj.); βροντή Sotad.2; χειρὸς ἑκηβολία AP6.75 (Paul. Sil.); φαντασίη ib.11.350 (Agath.). Adv. ἀλεμάτως or ἠλεμάτως: idly, A.R.4.1206; in vain, Call.Cer.91: so neut. pl. ἠλέματα Opp.H.4.590.
German (Pape)
[Seite 1160] (vgl. ἠλεός u. μάταιος, od. μάτος ist als bloßes Suffixum u. das Wort nicht als zusammengesetzt anzusehen), thöricht, eitel, vergebens, ὦ τᾶς ἀλεμάτω ψυχᾶς (conj. für ἀδαμάτω) Theocr. 15, 4; oft in der Anth., φαντασίη Agath. 76 (XI, 350), χερὸς ἑκηβολία Paul. Sil. 45 (VI, 75); ἠλέματα πτώσσουσι κενὸν φόβον Opp. Hal. 4, 590; βροντή Sotad. bei Ath. XIV, 621 b; ἀκτῖνες, nichtige, falsche, Claudian. 2 (IX, 139). Auch von Personen, Tim. D. L. 4, 42. – Adv. ἠλεμάτως, Ap. Rh. 4, 1206; in dor. Form ἀλεμ., Callim. Cer. 91.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
sot, déraisonnable.
Étymologie: ἠλεός, μάτην.
Greek Monolingual
ἠλέματος, δωρ. και αιολ. τ. ἀλέματος, -ον (Α)
1. μωρός, ανόητος, μηδαμινός
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠλέματα
μάταια
επίρρ...
ἠλεμάτως (Α)
1. με οκνηρία, ευτελώς
2. μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηλε- του ηλεός + -μα-τος (< μέ-μον-α «σκέπτομαι έντονα, σκοπεύω να», που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα μον- της ρίζας men-, η συνεσταλμένη βαθμίδα της οποίας mn- εμφανίζεται σε ρηματικά επίθετα σε -τος όπως αυτό-μα-τος, ηλέ-μα-τος)].
Greek Monotonic
ἠλέμᾰτος: (ἠλεός), Δωρ. ἀλέματος, -ον, μάταιος, ανόητος, σε Θεόκρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἠλέμᾰτος: дор. ἀλέματος 2
1) пустой, ничтожный, глупый (ψυχά Theocr.; γλαῦξ Timon ap. Diog. L.; φαντασίη Anth.);
2) тщетный, напрасный (χερὸς ἑκηβολία Anth.).
Frisk Etymological English
See also: s. ἠλεός