ὑπονόστησις: Difference between revisions
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπονόστησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> убывание, спад (τῆς θαλάσσης Plut.);<br /><b class="num">2)</b> опускание, проникновение (ἀέρος εἰς γῆν Anax. ap. Diog. L.). | |elrutext='''ὑπονόστησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[убывание]], [[спад]] (τῆς θαλάσσης Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[опускание]], [[проникновение]] (ἀέρος εἰς γῆν Anax. ap. Diog. L.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὑπονόστησις]], εως, [from [[ὑπονοστέω]]<br />[[subsidence]], of the sea, Plut. | |mdlsjtxt=[[ὑπονόστησις]], εως, [from [[ὑπονοστέω]]<br />[[subsidence]], of the sea, Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 19 August 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A retirement, sinking, subsiding, θαλάσσης Plu. Ant.3; of the Nile, Hld.9.22 (pl.); ὑ. ἀέρος εἰς γῆν, as a definition of an earthquake, Anaxag. ap. D.L.2.9; τοῦ θερμοῦ Gal.1.689: metaph., ἀλαζονείας Ph.Fr.102 H.
German (Pape)
[Seite 1227] ἡ, Rückkehr, – das Heruntergehen, Sinken, Plut. Ant. 3; καὶ αὐξήσεις, vom Nil, Mel. 9, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονόστησις: -εως, ἡ, ὑποστροφή, ὑποχώρησις, κατάπτωσις, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλουτ. Ἀντών. 3· ὑπον. ἀέρος εἰς γῆν, ὡς ὁρισμὸς τοῦ σεισμοῦ, Ἀναξαγ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 9· τὴν τοῦ θερμοῦ ὑπονόστησιν Γαλην. τ. 19, σ. 344. 12.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se perdre sous terre en parl. de l’eau.
Étymologie: ὑπονοστέω.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α ὑπονοστῶ
1. πτώση σε χαμηλότερα επίπεδα, σε χαμηλότερη στάθμη, καθίζηση
2. ιατρ. πτώση σε χαμηλότερο βαθμό («τὴν τοῦ θερμοῦ ὑπονόστησιν», Γαλ.)
3. φρ. «ὑπονόστησις ἀέρος εἰς γῆν» — ο σεισμός (Αναξαγ.).
Greek Monotonic
ὑπονόστησις: -εως, ἡ, υποχώρηση, καθίζηση, λέγεται για θάλασσα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπονόστησις: εως ἡ
1) убывание, спад (τῆς θαλάσσης Plut.);
2) опускание, проникновение (ἀέρος εἰς γῆν Anax. ap. Diog. L.).
Middle Liddell
ὑπονόστησις, εως, [from ὑπονοστέω
subsidence, of the sea, Plut.