μαντεῖον: Difference between revisions
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μαντεῖον:''' ион. [[μαντήϊον]] τό<br /><b class="num">1)</b> прорицание (Τειρεσίαο Hom.);<br /><b class="num">2)</b> прорицалище ([[Διός]] Aesch.; [[Πυθικόν]] Soph.). | |elrutext='''μαντεῖον:''' ион. [[μαντήϊον]] τό<br /><b class="num">1)</b> [[прорицание]] (Τειρεσίαο Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[прорицалище]] ([[Διός]] Aesch.; [[Πυθικόν]] Soph.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 12:50, 19 August 2022
English (LSJ)
Ion. and Ep. μαντήϊον, τό,
A oracle, i.e.,
I oracular response, mostly in plural, μαντήϊα Τειρεσίαο Od.12.272, cf. Hes. Fr.134.9, Hdt.2.174, Pl.Ap.33c: sg., Hdt.2.111, 9.33, Phld.Mus. p.87 K.
II seat of an oracle, Heraclit.93, A.Eu.4, Hdt.1.46, Th. 2.17, Isoc.6.17; τὸ Πυθικὸν μαντεῖον S.El.33: in plural of a single shrine, A. Pr.831, E.Ion66.
III method, process of divination, PMag.Lond. 46.1.
IV in plural, μαντεῖα = rewards of divination, LXX Nu.22.7.
Greek (Liddell-Scott)
μαντεῖον: Ἰων. καὶ Ἐπικ. -ήιον, τό· Ι. μαντικὴ ἀπόκρισις, μάντευμα, χρησμός, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., μαντήια Τειρεσίαο Ὀδ. Μ. 272· οὕτω Ἡρόδ. 2. 111., 9. 33, καὶ Ἀττ. ΙΙ. ὁ τόπος ἔνθα δίδονται οἱ χρησμοί, τὸ μαντεῖον, Ἡρόδ. 1. 46, 48, κτλ.· οὕτως Αἰσχύλ. Εὐμ. 4, Θουκ. 2. 17· τὸ Πυθικὸν μ. Σοφ. Ἠλ. 33· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ ἑνὸς μόνου ἱεροῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 831, Εὐρ. Ἴων 66.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 réponse d’un oracle, oracle;
2 résidence d’un oracle.
Étymologie: μαντεύω.
Spanish
fórmula de petición de un oráculo
Greek Monotonic
μαντεῖον: Ιων. και Επικ. -ήϊον, τό, μαντείο, χρησμός, δηλ.
I. προφητική απάντηση, χρησμοδοσία, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
II. τόπος όπου βρίσκεται το μαντείο, η έδρα του μαντείου, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
μαντεῖον: ион. μαντήϊον τό
1) прорицание (Τειρεσίαο Hom.);
2) прорицалище (Διός Aesch.; Πυθικόν Soph.).
Middle Liddell
μαντεῖον, ιονιξ ανδ επιξ -ήιον, ου, τό,
an oracle, i. e.,
I. an oracular response, Od., Hdt., attic
II. the seat of an oracle, Hdt., Aesch., etc.
English (Woodhouse)
oracle, oracular answer, oracular reply, oracular response, oracular shrine, seat of an oracle, seat of the oracle