προδιέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut

Menander, Monostichoi, 211
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προδιέρχομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> ранее (уже) проходить или проникать (τὰς ἀκοάς τινος Xen.);<br /><b class="num">2)</b> обстоятельно излагать (τι и περί τινος Diod.).
|elrutext='''προδιέρχομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ранее]] (уже) проходить или проникать (τὰς ἀκοάς τινος Xen.);<br /><b class="num">2)</b> обстоятельно излагать (τι и περί τινος Diod.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:06, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιέρχομαι Medium diacritics: προδιέρχομαι Low diacritics: προδιέρχομαι Capitals: ΠΡΟΔΙΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: prodiérchomai Transliteration B: prodierchomai Transliteration C: prodierchomai Beta Code: prodie/rxomai

English (LSJ)

A go through before, of motions of the bowels, Hp. Acut.67, cf. Coac.64; Νέστορος προδιελήλυθεν ἀρετὴ τῶν Ἑλλήνων τὰς ἀκοάς X.Cyn.1.7. II go through or narrate before, ὃν τρόπον γέγραπται Aeschin.2.67; τι D.S.1.9; αἰτίαν J.AJ4.2.1; περί τινος D.S.3.11; ὡς… J.AJ12.3.3. III of time, precede, τῷ προδιεληλυθότι ἔτει the year before last, POxy.1706.15 (iii A.D.); τῷ προδιελθόντι ἔτει PSI4.295.7(iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 716] (s. ἔρχομαι), vorher durchgehen, Xen. Cyn. 1, 47.

Greek (Liddell-Scott)

προδιέρχομαι: διέρχομαι ἢ διεισδύω πρότερον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, πρβλ. 78F, 170F κτλ.· Νέστορος προδιελήλυθεν ἀρετὴ τῶν Ἑλλήνων τὰς ἀκοὰς Ξεν. Κυν. 1, 7. ΙΙ. διέρχομαι ἢ διηγοῦμαι πρότερον, τι Διόδ. 1. 9· περί τινος 3. 11, κ. ἄλλ.

French (Bailly abrégé)

ao.2 προδιῆλθον, etc.
parcourir ou traverser auparavant, acc..
Étymologie: πρό, διέρχομαι.

Greek Monolingual

Α
1. (κυρίως σχετικά με την κίνηση τών εντέρων) περνώ διά μέσου από πριν
2. διηγούμαι κάτι προηγουμένως («ὃν δὲ τρόπον γέγραπται, προδιελθεῖν ὑμῖν βούλομαι», Αισχίν.)
3. (για χρόνο) προηγούμαι («τῷ προδιεληλυθότι ἔτει», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διέρχομαι «περνώ, διηγούμαι με λεπτομέρειες»].

Greek Monotonic

προδιέρχομαι: αποθ., διέρχομαι εκ των προτέρων, περνώ διαμέσω από πριν, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προδιέρχομαι:
1) ранее (уже) проходить или проникать (τὰς ἀκοάς τινος Xen.);
2) обстоятельно излагать (τι и περί τινος Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-διέρχομαι van tevoren helemaal door... heen gaan; spec. van ontlasting:. Hp.

Middle Liddell

Dep. to go through before, Xen.