εὐτρεφής: Difference between revisions

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐτρεφής:''' эп. [[ἐϋτρεφής]] 2<br /><b class="num">1)</b> хорошо откормленный, упитанный (ὄϊες, [[αἴξ]] Hom.; σαρκὸς [[πάχος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> Aesch. [[varia lectio|v.l.]] = [[εὐτραφής]] 5.
|elrutext='''εὐτρεφής:''' эп. [[ἐϋτρεφής]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[хорошо откормленный]], [[упитанный]] (ὄϊες, [[αἴξ]] Hom.; σαρκὸς [[πάχος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> Aesch. [[varia lectio|v.l.]] = [[εὐτραφής]] 5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τρέφω]]<br />well-fed, Od., Eur.
|mdlsjtxt=[[τρέφω]]<br />well-fed, Od., Eur.
}}
}}

Revision as of 16:05, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτρεφής Medium diacritics: εὐτρεφής Low diacritics: ευτρεφής Capitals: ΕΥΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: eutrephḗs Transliteration B: eutrephēs Transliteration C: eftrefis Beta Code: eu)trefh/s

English (LSJ)

Ep. ἐϋτρ-, ές, (τρέφω) A well-fed, ὄϊες ἐϋ. Od.9.425; αἰγὸς ἐϋ. 14.530; σαρκὸς εὐτρεφέστατον πάχος E.Cyc.380 (prob.l.), cf. Pl. Lg.835d. II nourishing, Thphr.CP1.18.1 (v.l. εὐτραφοῦς).

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρεφής: Ἐπικ. ἐϋτρεφής, ές, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, εὐτραφής, ὄϊες... ἐϋτρεφέες Ὀδ. Ι. 425· αἰγὸς ἐϋτρεφέος Ξ. 530· σαρκὸς εὐτρεφέστατον πάχος Εὐριπ. Κύκλ. 380, ἔνθα ὁ Scal. εὐτραφέστατον· διότι τὸ εὐτραφὴς εἶναι ἐν χρήσει ἀλλαχοῦ παρ’ Εὐρ. καὶ φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ Ἀττ. τύπος. ΙΙ. τρέφων, θρεπτικός, χώρας εὐτρεφοῦς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 18, 1 (ἔνθα διωρθώθη ἤδη εἰς εὐτραφοῦς).

French (Bailly abrégé)

épq. ἐϋτρεφής;
ής, ές :
bien nourri, gras, fort.
Étymologie: εὖ, τρέφω.

Greek Monolingual

εὐτρεφής, και επικ. τ. ἐϋτρεφής, -ές (Α)
1. ευτραφής, καλοθρεμμένος
2. θρεπτικός, αυτός που τρέφει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. πολυ-τρεφής].

Greek Monotonic

εὐτρεφής: Επικ. ἐϋ-τρ-, -ές (τρέφω), καλοθρεμμένος, ευτραφής, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτρεφής: эп. ἐϋτρεφής 2
1) хорошо откормленный, упитанный (ὄϊες, αἴξ Hom.; σαρκὸς πάχος Eur.);
2) Aesch. v.l. = εὐτραφής 5.

Middle Liddell

τρέφω
well-fed, Od., Eur.