πρόδοσις: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρόδοσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> задаток, аванс Dem.;<br /><b class="num">2)</b> Plat. = [[προδοσία]].
|elrutext='''πρόδοσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[задаток]], [[аванс]] Dem.;<br /><b class="num">2)</b> Plat. = [[προδοσία]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:40, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόδοσις Medium diacritics: πρόδοσις Low diacritics: πρόδοσις Capitals: ΠΡΟΔΟΣΙΣ
Transliteration A: pródosis Transliteration B: prodosis Transliteration C: prodosis Beta Code: pro/dosis

English (LSJ)

εως, ἡ, A payment beforehand, money advanced, Lys.Fr.1.3(pl.); δωρεαὶ καὶ προδόσεις D.50.7,12. 2 προδόσει πίνειν to drink on credit, Hermipp.83. II betrayal, treason, Pl.Lg.856e.

German (Pape)

[Seite 717] ἡ, 1) das Vorausbezahlen, Handgeld, welches angeworbene Soldaten, Matrosen bekamen, vgl. Dem. 50, 7. 12. – 2) = προδοσία, Verrath, Plat. Legg. IX, 856 e.

Greek (Liddell-Scott)

πρόδοσις: ἡ, πληρωμὴ ἐκ τῶν προτέρων, προπληρωμή, ἀρραβών, «καπάρο», Δημ. 1208. 16., 1210. 10· ― προδόσει πίνειν, ἐπὶ πιστώσει, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 7, ἔνθα ἴδε Meineke. II. προδοσία, Πλάτ. Νόμ. 856Ε.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 avance d’argent;
2 trahison.
Étymologie: προδίδωμι.

Greek Monolingual

-όσεως, ἡ, Α προδίδωμι
1. το πρόδομα («δωρειὰς καὶ προδόσεις δοὺς ἑκάστῳ αὐτῶν μεγάλας», Δημοσθ.)
2. η προδοσία («οἷς ἂν προδόσεως αἰτίαν ἐπιφέρων τις εἰς δικαστήριον ἄγη», Πλάτ.)
3. φρ. «προδόσει πίνειν» — πίνω με πίστωση.

Greek Monotonic

πρόδοσις: ἡ, πληρωμή εκ των προτέρων, προκαταβολή ή καταβολή χρημάτων, πρώιμα χρήματα, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόδοσις -εως, ἡ [προδίδωμι] verraad.

Russian (Dvoretsky)

πρόδοσις: εως ἡ
1) задаток, аванс Dem.;
2) Plat. = προδοσία.

Middle Liddell

πρό-δοσις, εως,
payment beforehand, money advanced, earnest-money, Dem.

English (Woodhouse)

caution money, earnest-money, pay given in advance

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)