ἀτροφία: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀτροφία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> отсутствие пищи, голодание Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[увядание]], [[атрофия]] (τοῦ σώματος Arst.).
|elrutext='''ἀτροφία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[отсутствие пищи]], [[голодание]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[увядание]], [[атрофия]] (τοῦ σώματος Arst.).
}}
}}

Revision as of 17:15, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτροφία Medium diacritics: ἀτροφία Low diacritics: ατροφία Capitals: ΑΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: atrophía Transliteration B: atrophia Transliteration C: atrofia Beta Code: a)trofi/a

English (LSJ)

ἡ,
A want of food or nourishment, of trees, Thphr. CP5.9.9; φθινούσης ἀ. φλογός Plu.2.949a.
2 atrophy, Arist. Pr.888a10, Antyll. ap. Orib.6.21.7.
3 starvation diet, καύσεις καὶ τομαὶ καὶ ἀ. Alex.Aphr.in Top.202.17.

German (Pape)

[Seite 389] ἡ, 1) Mangel an Nqhrung, Hunger, Theophr. u. A. – 2) Auszehrung, Medic., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτροφία: ἡ, ἔλλειψις τροφῆς ἢ θρέψεως, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 9, Πλούτ. 2. 949Α. 2) νόσος, ἡ ἀτροφία, Ἀριστ. Προβλ. 8. 9, 2, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. 108.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de nourriture.
Étymologie: ἄτροφος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 falta de alimento, desnutrición, ἀδυναμία δὲ διὰ τὴν τοῦ σώματος ἀτροφίαν Arist.Pr.888a10, τροφὴ καὶ ἀτροφία Aret.SD 2.4.8, ἀμφὶ τροφῆς βρεφέων ἠδ' ἀτροφίης ἀλεγεινῆς Man.6.8
de árboles, Thphr.CP 5.9.9, cf. 2.6.3
en sent. fig. ἀ. μὲν ἡ ἄγνοια τῆς ψυχῆς Clem.Al.Strom.7.12.72
del fuego falta de combustible ἀ. φλογός Plu.2.949a
dieta de inanición καύσεις καὶ τομαὶ καὶ ἀ. Alex.Aphr.in Top.202.17.
2 medic. atropa, debilidad ἀ. τῶν κάτω μερῶν Antyll. en Orib.6.21.7, cf. Gal.6.869.

Greek Monolingual

η (AM ἀτροφία) άτροφος
1. στέρηση τροφής
2. (για φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) ανεπαρκής θρέψη
νεοελλ.
η ελάττωση του μεγέθους ενός κυττάρου, οργάνου, ιστού ή μέλους του σώματος.

Russian (Dvoretsky)

ἀτροφία:
1) отсутствие пищи, голодание Plut.;
2) увядание, атрофия (τοῦ σώματος Arst.).