βουφόνος: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
m (Text replacement - "as ''Subst.''" to "as substantive") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βουφόνος:'''<br /><b class="num">1)</b> убивающий быков (sc. [[Ἑρμῆς]] HH; πέλεκις Diod.);<br /><b class="num">2)</b> сопровождающийся закланием быков (θοῖναι Aesch.). | |elrutext='''βουφόνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[убивающий быков]] (sc. [[Ἑρμῆς]] HH; πέλεκις Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[сопровождающийся закланием быков]] (θοῖναι Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:04, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, ox-slaying, h.Merc. 436; θεράπων Simon. 172.4; πελέκεις DS. 4.12; — as substantive, priest, Paus. 1.28.10.
at or for which steers are slain, θοῖναι A. Pr. 531 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 460] ὁ, Rinder schlachtend, opfernd, H. h. Merc. 436. Bei Paus. 1, 28, 10 Priester in Athen. – Adj., Διονύσου θεράπων β., = πέλεκυς, Simonid. bei Ath. X, 456 a; vgl. D. Sic. 4, 12; – θοῖναι β., wobei Rinder geschlachtet werden, Aesch. Prom. 531.
Greek (Liddell-Scott)
βουφόνος: -ον, βοῦς φονεύων, βοῦς θυσιάζων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 436· - ὡς οὐσιαστ., ἱερεύς, Παυσ. 1. 28, 10· ἀλλά, β. θεράπων Ἀθήν. 456C sq. ΙΙ. ὁ καθ’ ὃν ἢ δι’ ὃν βόες νέοι σφάζονται, θοῖναι Αἰσχύλ. Πρ. 531.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui tue ou immole des bœufs;
2 où l’on immole des bœufs.
Étymologie: βοῦς, πέφνειν.
Spanish (DGE)
-ον
I 1matador de reses de Hermes h.Merc.436, θεράπων Simon.69.4D., πελέκεις D.S.4.12.
2 subst. ὁ β. sacrificador de reses del sacerdote de las Dipolias atenienses, Paus.1.28.10.
II de reses sacrificadas θοῖναι A.Pr.531.
Greek Monolingual
βουφόνος, -ον (Α)
1. αυτός που φονεύει βόδι για θυσία
2. φρ. «βουφόνοι θοῑναι» — συμπόσιο για το οποίο σφάζονται βόδια
3. το αρσ. ως ουσ. ιερέας που λαμβάνει μέρος στην τελετή θυσίας βοδιού.
Greek Monotonic
βουφόνος: -ον (*φένω),
I. αυτός που σκοτώνει βόδια, αυτός που προσφέρει βόδια ως θυσία, σε Ομηρ. Ύμν.
II. αυτός στον οποίο ή για τον οποίο σφάζονται νεαρά βόδια, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βουφόνος:
1) убивающий быков (sc. Ἑρμῆς HH; πέλεκις Diod.);
2) сопровождающийся закланием быков (θοῖναι Aesch.).
Middle Liddell
[*φένω
I. ox-slaying, ox-offering, Hhymn.
II. at or for which steers are slain, Aesch.