δακτυλίς: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δακτῠλίς:''' ίδος ἡ (sc. [[σταφυλή]]) | |elrutext='''δακτῠλίς:''' ίδος ἡ (sc. [[σταφυλή]]) «[[пальчики]]» (сорт винограда) Plin. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 20 August 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, name of a kind of A grape, Plin.HN14.40. II = δάκτυλος, Steph. in Hp.Aph.2.294D.
German (Pape)
[Seite 520] ίδος (fem. zu δακτυλιαῖος ), eine Weintraubengattung, Plin. H. N. 14, 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλίς: -ίδος, ἡ, ὄνομα εἴδους σταφυλῆς, Πλίν. 14. 3, 4.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
1 dedo meñique οὔτε γὰρ τὸν ἄκρον δάκτυλον ἢ τελευταίαν δακτυλίδα κινῆσαι δυνατόν Steph.in Hp.Aph.1.140.2.
2 bot., cierto tipo de uva delgada como un dedo, Plin.HN 14.40.
3 bot. ἀριστολοχία δ. aristoloquia larga, Aristolochia longa L., en recetas médicas, Androm. en Gal.13.32, Gal.13.71, cf. δακτυλῖτις.
Greek Monolingual
η (AM δακτυλίς) δάκτυλος
νεοελλ.
γένος φυτών που ανήκει στα αγρωστώδη
μσν.
1. το δάχτυλο
2. το δαχτυλίδι
αρχ.
είδος σταφυλιού.
Russian (Dvoretsky)
δακτῠλίς: ίδος ἡ (sc. σταφυλή) «пальчики» (сорт винограда) Plin.