διαφροντίζω: Difference between revisions
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαφροντίζω:''' иметь попечение, заботиться (τὴν οἰκειότητα Arst.). | |elrutext='''διαφροντίζω:''' [[иметь попечение]], [[заботиться]] (τὴν οἰκειότητα Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 20 August 2022
English (LSJ)
A meditate on, consider, τι Hp.Aër.1; δ. δρᾶμα compose, Ael.VH2.21: abs., meditate, Epicr.11.22. 2 c. gen., take care of, pay regard to, Arist.Pol.1262b20.
German (Pape)
[Seite 612] genau erwägen, durchdenken; Hippocr.; τινός, Arist. Polit. 2, 4; absol., Epicrat. Ath. II, 54 (v. 22); aussinnen, δρᾶμα Ael. V. H. 2, 21.
Greek (Liddell-Scott)
διαφροντίζω: σκέπτομαι, μελετῶ τι, ἀκριβῶς ἐξετάζω, τι Ἱππ. Ἀέρ. 280· δ. δρᾶμα, συνθέτω, Λατ. meditari, Αἰλ. ΙΙ. Ἱ. 2. 21·- ἀπολ., μελετῶ, σκέπτομαι, Ἐπικρ. Ἀδήλ. 1. 22. 2) μετὰ γεν., φροντίζω περὶ τινος, προσέχω τι, φυλάττω, Ἀριστ. Πολ. 2. 4, 8.
French (Bailly abrégé)
méditer sur, acc..
Étymologie: διά, φροντίζω.
Spanish (DGE)
1 examinar, considerar, tomar en consideración c. ac. τὴν θέσιν αὐτῆς (τῆς πόλεως) Hp.Aër.1, c. gen. υἱῶν Arist.Pol.1262b20
•abs. reflexionar χρόνον οὐκ ὀλίγον διεφρόντιζον Epicr.10.22.
2 idear, componer τὸ δρᾶμα Ael.VH 2.21.
Greek Monolingual
διαφροντίζω (Α)
1. σκέπτομαι, μελετώ κάτι
2. γεν. φροντίζω, προσέχω, φυλάσσω («διαφροντίζειν ἥκιστα ἀναγκαῖον ἐν τῇ πολιτείᾳ τῇ τοιαύτη ἢ πατέρα ὡς υἱῶν», Αριστοτ. Πολιτεία).
Russian (Dvoretsky)
διαφροντίζω: иметь попечение, заботиться (τὴν οἰκειότητα Arst.).