εὔαθλος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔαθλος:''' успешно борющийся, побеждающий Pind.
|elrutext='''εὔαθλος:''' [[успешно борющийся]], [[побеждающий]] Pind.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-αθλος, ον<br />[[happily]] won, Anth.
|mdlsjtxt=εὔ-αθλος, ον<br />[[happily]] won, Anth.
}}
}}

Revision as of 11:15, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔαθλος Medium diacritics: εὔαθλος Low diacritics: εύαθλος Capitals: ΕΥΑΘΛΟΣ
Transliteration A: eúathlos Transliteration B: euathlos Transliteration C: eyathlos Beta Code: eu)/aqlos

English (LSJ)

ον, A successful in contests, Pi.I.6(5).3. II happily won, γέρα APl.5.363.

German (Pape)

[Seite 1055] glücklich kämpfend, Pind. I. 5, 3.

Greek (Liddell-Scott)

εὔαθλος: -ον, ὁ εὐδοκιμῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πίνδ. Ι. 5 (6). 3· ὡς ὄνομα κύριον ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 710. ΙΙ. ὁ καλῶς κερδηθείς, εὐάθλων γεράων Ἀνθ. Πλαν. 4. 363.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui combat avec honneur ou succès;
2 glorieusement disputé.
Étymologie: εὖ, ἆθλον.

Greek Monolingual

εὔαθλος και εὐάεθλος, -ον (Α)
1. αυτός που αγωνίζεται με επιτυχία, ο νικητής («κίρναμεν... εὐαέθλου γενεᾱς ὕπερ», Πίνδ.)
2. αυτός που κερδήθηκε σε νίκη («εὐάθλων γεράων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αθλος (< άθλον), πρβλ. πέντ-αθλος].

Greek Monotonic

εὔαθλος: -ον, αυτός που έχει κερδηθεί με θεμιτό τρόπο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔαθλος: успешно борющийся, побеждающий Pind.

Middle Liddell

εὔ-αθλος, ον
happily won, Anth.