λευκώλενος: Difference between revisions
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λευκώλενος:''' с белыми локтями, белорукий (Ἣρη, [[Ἀνδρομάχη]], ἀμφίπολοι Hom.). | |elrutext='''λευκώλενος:''' [[с белыми локтями]], [[белорукий]] (Ἣρη, [[Ἀνδρομάχη]], ἀμφίπολοι Hom.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λευκ-ώλενος, ον [[ὠλένη]]<br />[[white]]-[[armed]], Hom., Hes. | |mdlsjtxt=λευκ-ώλενος, ον [[ὠλένη]]<br />[[white]]-[[armed]], Hom., Hes. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A white-armed, epithet of Hera, Il.1.55, 195, etc.; of Persephone, etc., Hes.Th.913, Pi.P.3.98, etc.; of female slaves, Od.6.239, 18.198, 19.60; λ. λίνον, perhaps with a play on λευκόλινον, of a useless woman, Diogenian.6.22.
German (Pape)
[Seite 35] mit weißen Ellnbogen, weißarmig, gew. Beiwort der Hera, Hom. u. Hes.; auch Helena u. A., sogar Sklavinnen; Thyone, Pind. P. 3, 98; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
λευκώλενος: -ον, ἔχων λευκοὺς τοὺς βραχίονας, ἐπίθετον τῆς Ἥρας, Ἰλ. Α. 55, 195, κτλ.· ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, Ἑλένης, Ἀνδρομάχης, Ἀρήτης, Ὅμ., πρβλ. Ἡσ. Θ. 913, Πινδ. Π. 3. 176. κλ.· ἐπὶ ἀμφιπόλων, Ὀδ. Ζ. 239, Σ. 198, Τ. 60· λ. λίνον, ἴσως ὡς λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ λευκόλινον, ἐπὶ ἀχρήστου γυναικός, Παροιμιογρ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux coudes blancs, aux bras blancs.
Étymologie: λευκός, ὠλένη.
English (Autenrieth)
(ὠλένη, elbow, forearm): white-armed; epithet of goddesses and women according to the metrical convenience of their names; ἀμφίπολος, δμωαί, ς 1, Od. 19.60.
English (Slater)
λευκώλενος, -ον
1 white armed λευκωλένῳ Θυώνᾳ (P. 3.98) λευκωλένου Ἁρμονίας fr. 29. 6. λευκωλένῳ Ἥρᾳ (Pae. 6.87)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λευκώλενος, -ον)
αυτός που έχει λευκούς βραχίονες («ἣ τέκε Περσεφόνην λευκώλενον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ὠλένη (πρβλ. γλαυκ-ώλενος)].
Greek Monotonic
λευκώλενος: -ον (ὠλένη), αυτός που έχει λευκούς βραχίονες, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
λευκώλενος: с белыми локтями, белорукий (Ἣρη, Ἀνδρομάχη, ἀμφίπολοι Hom.).