μεταμελητικός: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεταμελητικός:''' полный раскаяния, раскаивающийся Arst.
|elrutext='''μεταμελητικός:''' [[полный раскаяния]], [[раскаивающийся]] Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μεταμελητικός]], ή, όν<br />[[full]] of regrets, Arist. [from [[μεταμέλομαι]]
|mdlsjtxt=[[μεταμελητικός]], ή, όν<br />[[full]] of regrets, Arist. [from [[μεταμέλομαι]]
}}
}}

Revision as of 11:30, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμελητικός Medium diacritics: μεταμελητικός Low diacritics: μεταμελητικός Capitals: ΜΕΤΑΜΕΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: metamelētikós Transliteration B: metamelētikos Transliteration C: metamelitikos Beta Code: metamelhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A full of regrets, always repenting, Arist.EN 1150a21, Ptol.Tetr.155.

German (Pape)

[Seite 150] ή, όν, zur Reue gehörig, geneigt, Arist. Eth. 7, 7.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμελητικός: -ή, -όν, πλήρης μεταμελείας, ἀείποτε μετανοῶν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 2· μεταμελείας μεστός, κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Πολ. 577Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à se repentir.
Étymologie: μεταμέλομαι.

Greek Monolingual

μεταμελητικός, -ή, -όν (ΑM) μεταμελούμαι
αυτός που μετανοεί.

Greek Monotonic

μεταμελητικός: -ή, -όν, γεμάτος τύψεις, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μεταμελητικός: полный раскаяния, раскаивающийся Arst.

Middle Liddell

μεταμελητικός, ή, όν
full of regrets, Arist. [from μεταμέλομαι