συνοπαδός: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνοπᾱδός:''' сопровождающий, сопутствующий (τινι Plat.). | |elrutext='''συνοπᾱδός:''' [[сопровождающий]], [[сопутствующий]] (τινι Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=συν-οπᾱδός, οῦ, ὁ,<br />a [[companion]], Plat. | |mdlsjtxt=συν-οπᾱδός, οῦ, ὁ,<br />a [[companion]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:53, 20 August 2022
English (LSJ)
όν, Ion. συνοπ-ηδός, A following along with, accompanying, τοῖς ἀνθρώποις Pl.Sph.216b; ψυχὴ θεῷ σ. γενομένη Id.Phdr.248c; ξείνῳ σ. A.R.4.745; ὄνειαρ σ. ἀοιδῆς Panyas.12.13; ἐν αὐλοῖς σ. Telest.5.
Greek (Liddell-Scott)
συνοπᾱδός: -όν, συνακόλουθος, συνοδεύων τινά, ψυχὴ θεῷ ξ. γενομένη Πλάτ. Φαῖδρ. 248C· ξείνῳ συνοπαδὸς ἐοῦσα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 745· ὄνειρα σ. ἀοιδῆς Πανύασις 1. 13· ἐν αὐλοῖς σ. Τελέστ. παρ’ Ἀθην. 626Α· ― ἀπολ., σύντροφος, Πλάτ. Σοφιστ. 216Β.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
compagnon, compagne de, τινι.
Étymologie: σύν, ὀπαδός.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνοπαδός και ιων. τ. συνοπηδός, Α ὀπαδός
1. αυτός που συνοδεύει κάποιον, ακόλουθος («ψυχὴ θεῷ ξυνοπαδὸς γενομένη», Πλάτ.)
2. σύντροφος.
Greek Monotonic
συνοπᾱδός: ὁ, συνακόλουθος, συνοδός, σύντροφος, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοπᾱδός -ον [σύν, ὁπαδός] begeleidend.
Russian (Dvoretsky)
συνοπᾱδός: сопровождающий, сопутствующий (τινι Plat.).
Middle Liddell
συν-οπᾱδός, οῦ, ὁ,
a companion, Plat.