συναπομαραίνομαι: Difference between revisions
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συναπομᾰραίνομαι:''' вместе увядать, угасать Xen.: τῷ σώματι или ταῖς τῶν σωμάτων ῥώμαις σ. Plut. угасать вместе с телесными силами. | |elrutext='''συναπομᾰραίνομαι:''' [[вместе увядать]], [[угасать]] Xen.: τῷ σώματι или ταῖς τῶν σωμάτων ῥώμαις σ. Plut. угасать вместе с телесными силами. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:55, 20 August 2022
English (LSJ)
Pass., A fade away and die together, X.Smp.8.14; ταῖς τῶν σωμάτων ῥώμαις Plu.Phil.18; of the pulse, Gal.8.479, Paul.Aeg.2.11.23.
Greek (Liddell-Scott)
συναπομᾰραίνομαι: Παθ., μαραίνομαι καὶ ἐκλείπω ὁμοῦ, «τοῦ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκη καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι» Ξεν. Συμπ. 8. 14· τινι Πλουτ. Φιλοπ. 18.
Greek Monolingual
Α ἀπομαραίνομαι
μαραίνομαι και μειώνομαι, ελαττώνομαι ώσπου να εκλείψω συγχρόνως με κάτι άλλο (α. «τοῦ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκην καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι», Ξεν
β. «ταῖς τῶν σωμάτων ῥώμαις συναπομαραίνεσθαι δοκοῦσιν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
συναπομᾰραίνομαι: Παθ., μαραίνομαι και πεθαίνω μαζί, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συναπομᾰραίνομαι: вместе увядать, угасать Xen.: τῷ σώματι или ταῖς τῶν σωμάτων ῥώμαις σ. Plut. угасать вместе с телесными силами.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-απομᾰραίνομαι tegelijk (met...) zwakker worden, met dat.