ἀποσκοτίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀποσκοτίζω:''' посторониться, чтобы не заслонять света Plut.
|elrutext='''ἀποσκοτίζω:''' [[посторониться]], [[чтобы не заслонять света]] Plut.
}}
}}

Revision as of 12:12, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκοτίζω Medium diacritics: ἀποσκοτίζω Low diacritics: αποσκοτίζω Capitals: ΑΠΟΣΚΟΤΙΖΩ
Transliteration A: aposkotízō Transliteration B: aposkotizō Transliteration C: aposkotizo Beta Code: a)poskoti/zw

English (LSJ)

A darken, c. gen., τῆς ἐκείνου [θεοῦ] ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Porph.Marc.13. II remove darkness, σμικρὸν ἀποσκοτίσαι κελεύοντος stand out of his light, Plu.2.605e; ἀποσκότησόν μου is f.l. in D.L.6.38.

German (Pape)

[Seite 325] den Schatten wegnehmen, σμικρὸν ἀποσκοτίσαι, ein wenig aus dem Lichte gehen, Plut. de exil. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκοτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, σκοτίζω, ἀμαυρῶ, μετὰ γεν., τῆς ἐκείνου [τοῦ θεοῦ] ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Πορφύρ. πρὸς Μαρκέλλαν σ. 26 (376 ἐκδ. δευτ.) Mai. II. ἀποσύρομαι ἀπὸ τῆς θέσεώς μου ὅπωςσκιά μου μὴ ἐπισκοτίζῃ τινά, σμικρὸν ἀποσκοτίσαι κελεύοντος Πλούτ. 2. 605D· ἀνθ’ οὗ ἀποσκότησόν μου εὕρηται ἐν ταῖς ἐκδόσεσι Διογ. Λ. 6. 38, ὡς εἰ ἐκ ῥημ. ἀποσκοτέω.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀπεσκότισα;
faire ombre à distance de, gén..
Étymologie: ἀπό, σκοτίζω.

Spanish (DGE)

1 oscurecer, fig. privar τῆς ἐκείνου ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Porph.Marc.13.
2 dejar de hacer sombra σμικρὸν ἀποσκοτίσαι κελεύσαντος Diog.32.

Greek Monolingual

ἀποσκοτίζω (Α)
1. προκαλώ σκοτάδι, σκοτεινιάζω, θαμπώνω
2. μετακινούμαι από τη θέση μου για να μην πέφτει η σκιά μου πάνω σε κάποιον.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκοτίζω: посторониться, чтобы не заслонять света Plut.