ἀνέφικτος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνέφικτος:''' неприступный, недосягаемый ([[ὕψος]] Plut.; [[ἀδύνατος]] καὶ ἀ. ἀνθρώπῳ Luc.). | |elrutext='''ἀνέφικτος:''' [[неприступный]], [[недосягаемый]] ([[ὕψος]] Plut.; [[ἀδύνατος]] καὶ ἀ. ἀνθρώπῳ Luc.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A out of reach, unattainable, Ph.1.228,al., Phld.Rh. 1.27S., Plu.2.54d, Luc.Herm.67, Jul.Or.2.82d.
German (Pape)
[Seite 227] unerreichbar, unmöglich, Luc. Hermot. 67; Plut.; Schol. Il. 11, 799.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέφικτος: -ον, ὁ μὴ ἐφικτός, Πλούτ. 2. 54D, Λουκ. Ἑρμότ. 67, πρβλ. τοῦ αὐτ. Ἀλκ. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inaccessible, inabordable.
Étymologie: ἀ, ἐφικνέομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inalcanzable ἀνεφίκτου πράγματος ἐρᾷ Ph.1.228, οὐρανός LXX 3Ma.2.15, δύναμις Plu.2.54d, ἀνέφικτοι τοῖς εἰσακοντίζειν πειρωμένοις I.AI 17.260, φύσις Iul.Or.3.82d, cf. Luc.Herm.67, Pr.Im.23
•subst. τό, τά: ὁ ἄφρων νοῦς ἀνεφίκτων ἐρῶν Ph.1.59, cf. Phld.Rh.2.17, Aenesidamus Gnossius en Phot.Bibl.170b.11, Aristeas 223.
2 gram. inadmisible gramaticalmente, agramatical ἄλλου δὲ ῥήματος ἐπιφερομένου ἀ. ἡ πρόσθεσις τοῦ ἄρθρου A.D.Synt.76.2, cf. 43.15, 66.11, 275.9.
II adv. -ως de modo incomprensible del Padre τὸν μὲν πατέρα ... γεγεννηκέναι ἀνεφίκτως Symb.Ant.345 en Ath.Al.Syn.26.3.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνέφικτος, -ον)
1. ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, απραγματοποίητος
αρχ.
απλησίαστος με τη σκέψη, ακατανόητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέφικτος: неприступный, недосягаемый (ὕψος Plut.; ἀδύνατος καὶ ἀ. ἀνθρώπῳ Luc.).