ἔκτιμος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "shew" to "show")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἔκτῑμος:''' неуважающий, непочтительный (γονέων Soph.).
|elrutext='''ἔκτῑμος:''' [[неуважающий]], [[непочтительный]] (γονέων Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἔκ-τῑμος, ον [[τιμή]]<br />not showing [[honour]], Soph.
|mdlsjtxt=ἔκ-τῑμος, ον [[τιμή]]<br />not showing [[honour]], Soph.
}}
}}

Revision as of 12:25, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκτῑμος Medium diacritics: ἔκτιμος Low diacritics: έκτιμος Capitals: ΕΚΤΙΜΟΣ
Transliteration A: éktimos Transliteration B: ektimos Transliteration C: ektimos Beta Code: e)/ktimos

English (LSJ)

ον, (τιμή) A without honour, γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας . . γόων restraining them so that they show not the honour due to parents, S. El.242 (lyr.). II highly priced, Hsch.

German (Pape)

[Seite 781] ohne Ehre, ungeehrt, Hesych. Bei Soph. El. 235, γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας γόων, ist es act., die Eltern nicht ehrend.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτιμος: -ον, (τιμὴ) ἄνευ τιμῆς, γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας ὀξυτόνων γόων, ἐμποδίζουσα οὕτω τὰς ὀξυτόνους πτέρυγας τῶν γόων ὥστε νὰ μὴ τιμήσω δι’ αὐτῶν τὸν πατέρα μου, Σοφ. Ἠλ. 242. 2) «ἔκτιμα· τὰ ἐπιτεταμένα τῇ τιμῇ» Ἡσύχ. ΙΙ. ὑποβεβλημένος εἰς πληρωμήν, ἔκτιμοι... μνᾶν λ’ Σελεύκῳ Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1706. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’honore pas, τινος qqn.
Étymologie: ἐκ, τιμή.

Spanish (DGE)

(ἔκτῑμος) -ον
1 que priva de honor, sin honra c. gen. γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας ... γόων conteniendo las alas de mis lamentos con deshonra para mis padres S.El.242, cf. Eust.1514.24.
2 altamente estimado, muy apreciado Hsch.s.u.

Greek Monolingual

ἔκτιμος, -ον (Α)
1. ο χωρίς τιμή, αυτός που δεν προσφέρει την πρέπουσα τιμή
2. αυτός που τιμά κάποιον ιδιαίτερα
3. εξαιρετικά έντιμος, πολύ εκτιμώμενος
4. αυτός για τον οποίο ορίστηκε τίμημα που πρέπει να πληρώσει.

Greek Monotonic

ἔκτῑμος: -ον (τιμή), αυτός που δεν αποδίδει τιμή, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκτῑμος: неуважающий, непочтительный (γονέων Soph.).

Middle Liddell

ἔκ-τῑμος, ον τιμή
not showing honour, Soph.