ὀλοφυδνός: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀλοφυδνός:''' жалобный, печальный ([[ἔπος]] Hom.). | |elrutext='''ὀλοφυδνός:''' [[жалобный]], [[печальный]] ([[ἔπος]] Hom.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὀλοφυδνός]], ή, όν<br />of [[lamentation]], lamenting, Hom.: —ὀλοφυδνά, as adv., Anth. | |mdlsjtxt=[[ὀλοφυδνός]], ή, όν<br />of [[lamentation]], lamenting, Hom.: —ὀλοφυδνά, as adv., Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A lamenting, ἔπος δ' ὀλοφυδνὸν ἔειπε Il.5.683, cf. 23.102, Od.19.362 : neut. ὀλοφυδνά as adverb, AP7.486 (Anyt.).
German (Pape)
[Seite 327] (ὀλοφύρομαι), wehklagend, jammernd; ἔπος, Il. 5, 683. 23, 102 Od. 19, 362; sp. D., ὀλοφυδνὰ βοᾶν τινα, Anyte 19 (VII, 486).
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοφυδνός: -ή, -όν, οἰκτρός, θρηνώδης, ἔπος δ’ ὀλοφυδνὸν ἔειπεν Ἰλ. Ε. 683, Ψ. 102, Ὀδ. Τ. 362. - ὀλοφυδνά, ὡς ἐπίρρ., ἐν Ἀνθ. Π. 7. 486.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
plaintif, lamentable.
Étymologie: ὀλοφύρομαι.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ὀλοφυδνός, -ή, -όν (Α)
1. άξιος θρήνου, λυπηρός, οδυνηρός, θρηνώδης («ἔπος δ' ὀλοφυδνόν ἔειπε», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀλοφυδνά
με θρηνώδη τρόπο, αξιοθρήνητα, λυπηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοφύρομαι].
Greek Monotonic
ὀλοφυδνός: -ή, -όν, οικτρός, αξιοθρήνητος, θρηνητικός, σε Όμηρ.· ὀλοφυδνά, ως επίρρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλοφυδνός: жалобный, печальный (ἔπος Hom.).
Middle Liddell
ὀλοφυδνός, ή, όν
of lamentation, lamenting, Hom.: —ὀλοφυδνά, as adv., Anth.