ὑπέρφατος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπέρφᾰτος:''' невыразимый, необычайный ([[σθένος]] Pind.).
|elrutext='''ὑπέρφᾰτος:''' [[невыразимый]], [[необычайный]] ([[σθένος]] Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-φᾰτος, ον, [[φατός]], [[φημί]]<br />[[above]] [[speech]], [[unspeakable]], Pind.
|mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-φᾰτος, ον, [[φατός]], [[φημί]]<br />[[above]] [[speech]], [[unspeakable]], Pind.
}}
}}

Revision as of 12:42, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρφᾰτος Medium diacritics: ὑπέρφατος Low diacritics: υπέρφατος Capitals: ΥΠΕΡΦΑΤΟΣ
Transliteration A: hypérphatos Transliteration B: hyperphatos Transliteration C: yperfatos Beta Code: u(pe/rfatos

English (LSJ)

ον, (φατός, φημί) A above speech, ineffable, νιφετοῦ σθένος Pi.Pae.9.15; ὑ. ἀνὴρ μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Id.O.9.65.

German (Pape)

[Seite 1203] über allen Ausdruck, unaussprechlich, σθένος Pind. frg. 74; ὑπέρφατον μορφᾷ καὶ ἔργοισι Ol. 9, 65, außerordentlich, oder überaus zu preisen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρφᾰτος: -ον, (φατός, φημί), ὁ ἀνώτερος παντὸς λόγου, ἄφατος, ἀνεκλάλητος, νιφετοῦ σθένος Πινδ. Ἀποσπ. 74. 8· ὑπ. ἀνὴρ μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι ὁ αὐτ. ἐν Ο. 9. 98.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est au-dessus de toute expression, inexprimable, admirable.
Étymologie: ὑπέρ, φημί.

English (Slater)

ὑπέρφᾰτος
   1 beyond telling, incredible ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι (O. 9.65) νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον (Pae. 9.15)

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
άφατος, ανέκφραστος («νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φατος (< φατός < φημί), πρβλ. ἔκ-φατος].

Greek Monotonic

ὑπέρφᾰτος: -ον (φατός, φημί), ο ανώτερος λόγων, ανέκφραστος, ανείπωτος, απερίγραπτος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρφᾰτος: невыразимый, необычайный (σθένος Pind.).

Middle Liddell

ὑπέρ-φᾰτος, ον, φατός, φημί
above speech, unspeakable, Pind.