θεόκραντος: Difference between revisions
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θεόκραντος:''' свершенный богами (τί τῶνδ᾽ οὐ θεόχραντόν ἐστιν; Aesch.). | |elrutext='''θεόκραντος:''' [[свершенный богами]] (τί τῶνδ᾽ οὐ θεόχραντόν ἐστιν; Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θεό-κραντος, ον [[κραίνω]]<br />[[wrought]] by the gods, Aesch. | |mdlsjtxt=θεό-κραντος, ον [[κραίνω]]<br />[[wrought]] by the gods, Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A accomplished or wrought by the gods, A.Ag.1488.
German (Pape)
[Seite 1196] von Gott vollendet, Aesch. Ag. 1499; Christod. ecphr. 98.
Greek (Liddell-Scott)
θεόκραντος: -ον, τελεσθεὶς ἢ ποιηθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1488, Χριστόδ. Ἐκφρ. 98.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
accompli par les dieux.
Étymologie: θεός, κραίνω.
Greek Monolingual
θεόκραντος, -ον (Α)
αυτός που εκτελέστηκε ή δημιουργήθηκε από τους θεούς («τὶ τῶν δ'οὐ θεόκραντόν έστιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κραντος (< κραίνω «πραγματοποιώ»), πρβλ. δημόκραντος, πολεμόκραντος].
Greek Monotonic
θεόκραντος: -ον (κραίνω), αυτός που έχει φτιαχτεί, έχει δουλευθεί από τους θεούς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θεόκραντος: свершенный богами (τί τῶνδ᾽ οὐ θεόχραντόν ἐστιν; Aesch.).