καλλιπέδιλος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καλλῐπέδῑλος:''' обутый в красивые сандалии ([[Μαιάς]] HH).
|elrutext='''καλλῐπέδῑλος:''' [[обутый в красивые сандалии]] ([[Μαιάς]] HH).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-πέδῑλος, ὁ, ἡ, [[πέδιλον]]<br />with [[beautiful]] sandals, Hhymn.
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-πέδῑλος, ὁ, ἡ, [[πέδιλον]]<br />with [[beautiful]] sandals, Hhymn.
}}
}}

Revision as of 13:10, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπέδῑλος Medium diacritics: καλλιπέδιλος Low diacritics: καλλιπέδιλος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΕΔΙΛΟΣ
Transliteration A: kallipédilos Transliteration B: kallipedilos Transliteration C: kallipedilos Beta Code: kallipe/dilos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, A with beautiful sandals, h.Merc.57.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Sohlen, H. h. Merc. 57.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιπέδῑλος: ὁ, ἡ, ἔχων, φορῶν καλὰ πέδιλα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 57.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles sandales, aux belles chaussures.
Étymologie: καλός, πέδιλον.

Greek Monolingual

καλλιπέδιλος, -ον (Α)
αυτός που φορά ωραία πέδιλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. αβροπέδιλος, χρυσοπέδιλος].

Greek Monotonic

καλλιπέδῑλος: ὁ, ἡ (πέδιλον), αυτός που φοράει όμορφα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐπέδῑλος: обутый в красивые сандалии (Μαιάς HH).

Middle Liddell

καλλι-πέδῑλος, ὁ, ἡ, πέδιλον
with beautiful sandals, Hhymn.