Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλλικρήδεμνος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καλλικρήδεμνος:''' в красивой головной повязке ([[ἄλοχος]] Hom.).
|elrutext='''καλλικρήδεμνος:''' [[в красивой головной повязке]] ([[ἄλοχος]] Hom.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:10, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλικρήδεμνος Medium diacritics: καλλικρήδεμνος Low diacritics: καλλικρήδεμνος Capitals: ΚΑΛΛΙΚΡΗΔΕΜΝΟΣ
Transliteration A: kallikrḗdemnos Transliteration B: kallikrēdemnos Transliteration C: kallikridemnos Beta Code: kallikrh/demnos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, A with beautiful head-band, ἄλοχοι Od.4.623; θεά B.Scol.Fr.5i22.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schöner Stirnbinde, ἄλοχος Od. 4, 623.

Greek (Liddell-Scott)

καλλικρήδεμνος: ὁ, ἡ, ἔχων καλὸν κρήδεμνον, ὡραῖον κάλυμμα κεφαλῆς, ἄλοχος Ὀδ. Δ. 623.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles bandelettes.
Étymologie: καλός, κρήδεμνον.

English (Autenrieth)

(κρήδεμνον): with beautiful head-bands, pl., Od. 4.623†.

Greek Monolingual

καλλικρήδεμνος, ο, η (Α)
αυτός που έχει ωραίο κάλυμμα του κεφαλιού («ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κρή-δεμνος (< κρή-δεμνον), πρβλ. κυανο-κρή-δεμνος, λιπαρο-κρή-δεμνος].

Greek Monotonic

καλλικρήδεμνος: ὁ, ἡ (κρήδεμνον), αυτός που έχει ωραίο κάλυμμα κεφαλιού, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

καλλικρήδεμνος: в красивой головной повязке (ἄλοχος Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλικρήδεμνος -ον [καλός, κρήδεμνον] met mooie hoofddoek.

Middle Liddell

καλλι-κρήδεμνος, ὁ, ἡ, κρήδεμνον
with beautiful headband, Od.