εὐκαθαίρετος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐκαθαίρετος:''' легко победимый (Σικελιῶται Thuc.).
|elrutext='''εὐκαθαίρετος:''' [[легко победимый]] (Σικελιῶται Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:10, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκαθαίρετος Medium diacritics: εὐκαθαίρετος Low diacritics: ευκαθαίρετος Capitals: ΕΥΚΑΘΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: eukathaíretos Transliteration B: eukathairetos Transliteration C: efkathairetos Beta Code: eu)kaqai/retos

English (LSJ)

ον, A easy to conquer, Th.7.18 (Comp.); easily exhausted, δυνάμεις Herod.Med. ap. Orib.5.30.11; unstable, τύχη, πρᾶγμα, Vett.Val.175.30,212.21.

German (Pape)

[Seite 1073] leicht herunterzureißen, zu überwältigen, Thuc. 7, 18, im comparat.; auch Sp., wie D. C. 47, 37.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκαθαίρετος: -ον, εὐκόλως καταβαλλόμενος, ἡττώμενος, Θουκ. 7. 18, Δίων Κ. 47. 37· ὁ εὐκόλως καταλυόμενος, Βασίλ. τ. 1. σ. 1036Β· ἐπὶ τείχους, τὸ εὐκόλως καταρριπτόμενον, Πολυδ. Α΄, 170.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à renverser, à conquérir;
Cp. εὐκαθαιρετώτερος.
Étymologie: εὖ, καθαιρέω.

Greek Monolingual

εὐκαθαίρετος, -ον (Α)
1. (για τείχος) αυτό που γκρεμίζεται εύκολα
2. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («οὗτος οὐκ εὐκαθαίρετος ἔδοξεν εἶναι σφίσι», Δίων Κάσσ.)
3. αυτός που εξαντλείται εύκολα
4. ασταθής, ευμετάβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καθαιρετός < καθαιρώ].

Greek Monotonic

εὐκαθαίρετος: -ον, αυτός που κατακτιέται, νικιέται εύκολα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὐκαθαίρετος: легко победимый (Σικελιῶται Thuc.).

Middle Liddell

εὐ-καθαίρετος, ον
easy to conquer, Thuc.

English (Woodhouse)

easy to crush

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)