ξιφοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ξῐφοκτόνος:''' убивающий (разящий) мечом (χέρες Soph.; [[δίωγμα]] Eur.).
|elrutext='''ξῐφοκτόνος:''' [[убивающий]] (разящий) мечом (χέρες Soph.; [[δίωγμα]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:25, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφοκτόνος Medium diacritics: ξιφοκτόνος Low diacritics: ξιφοκτόνος Capitals: ΞΙΦΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: xiphoktónos Transliteration B: xiphoktonos Transliteration C: ksifoktonos Beta Code: cifokto/nos

English (LSJ)

ον, A slaying with the sword, χέρες S.Aj.10; δίωγμα E.Hel.354 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 280] mit dem Schwerte tödtend; χέρες, Soph. Ai. 10; ξιφοκτόνον δίωγμα λαιμορύτου σφαγᾶς, Eur. Hel. 630; einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφοκτόνος: -ον, ὁ διὰ τοῦ ξίφους φονεύων, Σοφ. Αἴ. 10· πρβλ. δίωγμα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue avec l’épée.
Étymologie: ξίφος, κτείνω.

Greek Monolingual

ξιφοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει με ξίφος (α. «ξιφοκτόνος χέρας», Σοφ.
β. «ξιφοκτόνον διωγμόν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μητροκτόνος.

Greek Monotonic

ξῐφοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει με σπαθί, ξίφος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ξῐφοκτόνος: убивающий (разящий) мечом (χέρες Soph.; δίωγμα Eur.).

Middle Liddell

ξῐφο-κτόνος, ον, κτείνω
slaying with the sword, Soph.

English (Woodhouse)

slaying with the sword

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)