πολύκρανος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολύκρᾱνος:''' многоголовый ([[δράκων]] Eur.).
|elrutext='''πολύκρᾱνος:''' [[многоголовый]] ([[δράκων]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κρᾱνος, ον, [[κρανίον]]<br />[[many]]-headed, Eur.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κρᾱνος, ον, [[κρανίον]]<br />[[many]]-headed, Eur.
}}
}}

Revision as of 13:40, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκρᾱνος Medium diacritics: πολύκρανος Low diacritics: πολύκρανος Capitals: ΠΟΛΥΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: polýkranos Transliteration B: polykranos Transliteration C: polykranos Beta Code: polu/kranos

English (LSJ)

ον, A many-headed, E. Ba.1017 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 665] vielköpfig, δράκων, Eur. Bacch. 1015.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκρανος: -ον, ὁ πολλὰς ἔχων κεφαλάς, πολυκέφαλος, Εὐρ. Βάκχ. 1017· ἀρχὴ λευκὴ καὶ π., ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς συγκλήτου, Χρησμ. Σιβ. 3. 176.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à plusieurs têtes.
Étymologie: πολύς, *κρᾶνον (v. κρανίον).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολυκέφαλοςπολύκρανος δράκων», Ευρ.)
2. (για τη ρωμ. σύγκλητο) πολυμελής («ἀρχὴ λευκή και πολύκρανος», Χρησμ. Σιβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρανος (< κρᾱνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ορθό-κρανος].

Greek Monotonic

πολύκρᾱνος: -ον (κρανίον), αυτός που έχει πολλά κεφάλια, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκρᾱνος -ον [πολύς, κρανίον] veelkoppig.

Russian (Dvoretsky)

πολύκρᾱνος: многоголовый (δράκων Eur.).

Middle Liddell

πολύ-κρᾱνος, ον, κρανίον
many-headed, Eur.