πολυκαμπής: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολυκαμπής:''' весьма гибкий или сильно изогнутый ([[ἰξύς]] Anth.). | |elrutext='''πολυκαμπής:''' [[весьма гибкий или сильно изогнутый]] ([[ἰξύς]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολῠ-καμπής, ές [[κάμπτω]]<br />[[much]] [[bent]], Anth. | |mdlsjtxt=πολῠ-καμπής, ές [[κάμπτω]]<br />[[much]] [[bent]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A with many curves, Thphr.Sens.65, CP6.10.3, AP6.297 (Phan.), etc.; τὸ π. (sc. τοῦ κισσοῦ) Plu.2.649b; of a zigzag route, ib.615c: metaph. of music, with many flourishes, π. μέλη Phrynisap.Poll.4.66.
German (Pape)
[Seite 663] ές, = Folgdm; ἰξύς, Phani. 4 (VI, 297); τὸ ποικίλον καὶ πολυκαμπὲς τῆς περιόδου, Plut. Symp. 1, 1, 5 a. E., u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκαμπής: -ές, = τῷ ἑπομ., Θεοφρ. π. Αἰσθ. 65, Ἀνθ. Π. 6. 297, κτλ.· τὸ π. τοῦ κισσοῦ Πλούτ. 2. 649Β· μεταφορ., ἐπὶ ὕφους, αὐτόθι 615C, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très courbé, très sinueux.
Étymologie: πολύς, κάμπτω.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που έχει πολλές καμπές, πολλές στροφές
2. μουσ. αυτός που έχει πολλά διανθίσματα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυκαμπές
η ιδιότητα του κισσού να κάμπτεται σε πολλά σημεία και να περιελίσσεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -καμπής (< κάμπτω), πρβλ. βαθυ-καμπής, οξυ-καμπής].
Greek Monotonic
πολῠκαμπής: -ές (κάμπτω), πολύ λυγισμένος, εξαιρετικά κυρτωμένος, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυκαμπής -ές [πολύς, κάμπτω] met vele bochten.
Russian (Dvoretsky)
πολυκαμπής: весьма гибкий или сильно изогнутый (ἰξύς Anth.).