συγκτίζω: Difference between revisions
οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συγκτίζω:''' совместно основывать или колонизовать (Κυρήνην τινί Her.): τὴν Γέλαν Ῥοδίοις ξυγκτίσαι Thuc. основать вместе с родосцами Гелу. | |elrutext='''συγκτίζω:''' [[совместно основывать или колонизовать]] (Κυρήνην τινί Her.): τὴν Γέλαν Ῥοδίοις ξυγκτίσαι Thuc. основать вместе с родосцами Гелу. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:45, 20 August 2022
English (LSJ)
A join with another in founding or colonizing, σ. Βάττῳ Κυρήνην Hdt.4.156, cf. Th.7.57; τῶν συνεκτικότων τὴν πατρίδα CIG 2771 i6 (Aphrodisias), cf. 2814 (ibid.), Jahresh.28.57 (ibid.). 2 αὐλῶνες εὖ συνεκτισμένοι well cultivated, Str.4.6.9. II Pass., to be created along with, μετὰ . . LXX Si.1.14.
German (Pape)
[Seite 970] mit erbauen, gründen, z. B. eine Colonie, τινί, Her. 4, 156; Thuc. 7, 57; mit schaffen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
συγκτίζω: μέλλ. -ίσω· πρκμ. -έκτικα· βοηθῶ τινα ἢ συνεργῶ μετά τινος εἰς κτίσιν πόλεως, ἢ ἵδρυσιν ἀποικίας, συγκτίζουσι Βάττῳ Κυρρήνην Ἡρόδ. 4. 156, πρβλ. Θουκ. 7. 57· τῶν συνεκτικότων τὴν πατρίδα Συλλ. Ἐπιγρ. 2771. 1. 6, πρβλ. 2814. 2) αὐλῶνες εὖ συνεκτισμένοι, καλῶς κεκαλλιεργημένοι, Στράβ. 206. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., συνεργῶ εἰς τὴν δημιουργίαν. ― Παθ., δημιουργοῦμαι ὁμοῦ μετά τινος, Ἑβδ. (Σειρὰχ Α΄, 14).
French (Bailly abrégé)
pf. συνέκτικα, Pass. pf. συνέκτισμαι;
fonder avec ; coloniser avec.
Étymologie: σύν, κτίζω.
Greek Monolingual
Α κτίζω
1. κτίζω ή ιδρύω από κοινού με άλλον πόλη ή αποικία
2. (γενικά) κτίζω, ιδρύω («χωρίον συνέκτισε Γάβα καλούμενον», Ιώσ.)
3. παθ. συγκτίζομαι
α) δημιουργούμαι μαζί με άλλον
β) καλλιεργούμαι («χωρία καλῶς γεωργεῖσθαι δυνάμενα καὶ αὐλῶνες εὖ συνεκτισμένοι», Στράβ.).
Greek Monotonic
συγκτίζω: μέλ. -ίσω, παρακ. -έκτῐκα·
I. μετέχω από κοινού στην ίδρυση ή τον αποικισμό, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. Παθ., μτχ. παρακ., συνεκτισμένος, αυτός που έχει αναπτυχθεί καλά.
Russian (Dvoretsky)
συγκτίζω: совместно основывать или колонизовать (Κυρήνην τινί Her.): τὴν Γέλαν Ῥοδίοις ξυγκτίσαι Thuc. основать вместе с родосцами Гелу.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κτίζω, Att. ook ξυγκτίζω samen met... stichten, met dat.. σ. Βάττῳ Κυρήνην samen met Battus Cyrene stichten Hdt. 4.156.2.
Middle Liddell
fut. ίσω perf. -έκτῐκα
I. to join with another in founding or colonising, Hdt., Thuc.
II. Pass., perf. part. συνεκτισμένος well-cultivated.