συμπαρατρέχω: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμπαρατρέχω:''' бежать рядом (τινί Plut.).
|elrutext='''συμπαρατρέχω:''' [[бежать рядом]] (τινί Plut.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:50, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρατρέχω Medium diacritics: συμπαρατρέχω Low diacritics: συμπαρατρέχω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΤΡΕΧΩ
Transliteration A: symparatréchō Transliteration B: symparatrechō Transliteration C: symparatrecho Beta Code: sumparatre/xw

English (LSJ)

A run alongside with, Plu.Cat.Ma.5, Arat.7.

German (Pape)

[Seite 985] (s. τρέχω), mit, zugleich nebenher laufen, Plut. Cat. mai. 5.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρατρέχω: παρατρέχω, δηλ. τρέχω ὁμοῦ ἐκ παραλλήλου μετά τινος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 5. κτλ.

French (Bailly abrégé)

courir ensemble à côté de.
Étymologie: σύν, παρατρέχω.

Greek Monolingual

Α
(κυριολ. και μτφ.) τρέχω μαζί με κάποιον ή με κάτι, τρέχω παράλληλα με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέχω «συνοδεύω»].

Greek Monotonic

συμπαρατρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, τρέχω μαζί με κάποιον, στο πλάι του, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρατρέχω: бежать рядом (τινί Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παρατρέχω meerennen naast, met dat.

Middle Liddell

fut. -δρᾰμοῦμαι
to run along with, Plut.