προσράπτω: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσράπτω:''' пришивать (τί τινι Diog. L.): τρίβωνες προσερραμμένοι Plut. заплатанные плащи. | |elrutext='''προσράπτω:''' [[пришивать]] (τί τινι Diog. L.): τρίβωνες προσερραμμένοι Plut. заплатанные плащи. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:55, 20 August 2022
English (LSJ)
poet. impf. ποτιρράπτεσκον prob. in Eratosth.9:— A stitch or sew on, τι πρός τι Hp.Art.62; τί τινι Sor.Fasc.42, D.L.6.91:—Pass., Hp.Cord.4, J.AJ3.7.5, Sor.Fasc.41; τρίβωνες προσερραμμένοι patched . ., Plu.Ages.30.
German (Pape)
[Seite 779] darauflicken, annähen, ansetzen; Plut. Agesil. 30; D. C. 72, 7.
Greek (Liddell-Scott)
προσράπτω: μέλλ. -ψω, ἐπιρράπτω, τι πρός τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· τί τινι Διογ. Λ. 6. 91· τρίβωνες προσερραμμένοι, «ἐμβαλωμένοι», Πλουτ. Ἀγησ. 30.
French (Bailly abrégé)
coudre à : τί τινι une ch. à une autre.
Étymologie: πρός, ῥάπτω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
ράβω κάτι πάνω σε άλλο, προσθέτω με ραφή, μπαλώνω.
Greek Monotonic
προσράπτω: μέλ. -ψω, ράβω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, Παθ. μτχ. παρακ., τρίβωνες προσερραμμένοι, μπαλωμένα πανωφόρια, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
προσράπτω: пришивать (τί τινι Diog. L.): τρίβωνες προσερραμμένοι Plut. заплатанные плащи.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ράπτω vastnaaien:. τὰ ὀθόνια de bandages vastnaaien Hp. Art. 62; τρίβων προσερραμμένος opgelapte jas Plut. Ages. 30.4.
Middle Liddell
fut. ψω
to stitch on: Pass., perf. part. τρίβωνες προσερραμμένοι patched coats, Plut.