χαλκόπεδος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χαλκόπεδος:''' с медным основанием ([[ἕδρα]] [[θεῶν]] Pind.).
|elrutext='''χαλκόπεδος:''' [[с медным основанием]] ([[ἕδρα]] [[θεῶν]] Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χαλκό-πεδος, ον, [[πέδον]]<br />with [[floor]] of [[brass]], Pind.
|mdlsjtxt=χαλκό-πεδος, ον, [[πέδον]]<br />with [[floor]] of [[brass]], Pind.
}}
}}

Revision as of 14:04, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόπεδος Medium diacritics: χαλκόπεδος Low diacritics: χαλκόπεδος Capitals: ΧΑΛΚΟΠΕΔΟΣ
Transliteration A: chalkópedos Transliteration B: chalkopedos Transliteration C: chalkopedos Beta Code: xalko/pedos

English (LSJ)

ον, A with floor of bronze, ἕδρα θεῶν Pi.I.7(6).44.

German (Pape)

[Seite 1331] mit ehernem, kupfernem Fußboden, ἕδρα θεῶν Pind. I. 6, 44.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόπεδος: -ον, ὁ ἔχων ἔδαφος ἐκ χαλκοῦ, ἕδρα θεῶν Πινδ. Ι. 7 (6) 61.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sol d’airain, au sol inébranlable.
Étymologie: χαλκός, πέδον.

English (Slater)

χαλκόπεδος, -ον
   1 with bronze floor χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν (I. 7.44)

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει δάπεδο από χαλκό («ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πεδος (< πέδον «έδαφος, δάπεδο»), πρβλ. βαθύ-πεδος, ὑψί-πεδος].

Greek Monotonic

χαλκόπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει δάπεδο από χαλκό, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκόπεδος: с медным основанием (ἕδρα θεῶν Pind.).

Middle Liddell

χαλκό-πεδος, ον, πέδον
with floor of brass, Pind.