χαλαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χᾰλαστικός:''' расслабляющий Plut., Sext.
|elrutext='''χᾰλαστικός:''' [[расслабляющий]] Plut., Sext.
}}
}}

Revision as of 14:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλαστικός Medium diacritics: χαλαστικός Low diacritics: χαλαστικός Capitals: ΧΑΛΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chalastikós Transliteration B: chalastikos Transliteration C: chalastikos Beta Code: xalastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (χαλάω) A fit for slackening or making supple, ἔλαιον σωμάτων χ. Sch.Il.23.281, cf. Plu.2.658e. 2 laxative, Gal.Sect.Intr.7; ὁ χ. τρόπος τῆς ἐπιμελείας S.E.P.2.240.

German (Pape)

[Seite 1327] zum Nachlassen, Abspannen, Erschlaffen gehörig, geschickt; S. Emp. pyrrh. 2, 240; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλαστικός: -ή, -όν, (χαλάω) ὁ κατάλληλος πρὸς χαλάρωσιν ἢ ὁ ποιῶν τι χαλαρόν, μαλθακόν, ἔλαιον σωμάτων χ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281, πρβλ. Πλούτ. 2. 658Ε. 2) ὁ ἐπιφέρων χάλασιν, χαλάρωσιν, Γαλην. 1. 86· ὁ χ. τρόπος τῆς ἐπιμελείας Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 240.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à relâcher, à détendre, gén..
Étymologie: χαλάω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χαλῶ
1. αυτός που προκαλεί χαλάρωση, που ξεσφίγγει
2. μτφ. αυτός που προκαλεί μείωση της έντασης («ὁ χαλαστικὸς τρόπος τῆς ἐπιμελείας», Σέξτ. Εμπ.).

Russian (Dvoretsky)

χᾰλαστικός: расслабляющий Plut., Sext.