τικτικός: Difference between revisions
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
m (Text replacement - "of or [[for " to "of or for [[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τικτικός:''' разрешающий от бремени ([[φάρμακον]] Arph.). | |elrutext='''τικτικός:''' [[разрешающий от бремени]] ([[φάρμακον]] Arph.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A of or for childbirth, (sc. φάρμακον) a medicine used for women lying-in, Ar.Fr.872.
German (Pape)
[Seite 1113] zum Gebären gehörig, förderlich dabei; φάρμακον, Ar. bei Phot.; Poll. 4, 208.
Greek (Liddell-Scott)
τικτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τοκετόν, τ. φάρμακον, «τὸ ταῖς τικτούσαις διδόμενον φάρμακον» (Φώτ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 690· «ἐπίτεξ, ἐπίφορος καὶ ἐπίτοκος ἢ τικτικὸς» Πολυδ. Β΄, 7.
Greek Monolingual
και τεκτικός, -ή, -όν, Α τίκτω / τέκος
1. αυτός που ανήκει, ή αναφέρεται στον τοκετό ή είναι χρήσιμος και κατάλληλος για τον τοκετό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τικτικόν
(ενν. φάρμακον) φαρμακευτικό παρασκεύασμα που χορηγείται στις επιτόκους.
Russian (Dvoretsky)
τικτικός: разрешающий от бремени (φάρμακον Arph.).