ἑνδεκάμηνος: Difference between revisions
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑνδεκάμηνος:''' одиннадцатимесячный Arst. | |elrutext='''ἑνδεκάμηνος:''' [[одиннадцатимесячный]] Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A of eleven months, Hp.Oct.13, Arist.Fr. 283.
German (Pape)
[Seite 832] elfmonatlich, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἑνδεκάμηνος: -ον, ἕνδεκα μηνῶν, οἱ δεκάμηνοι τῶν τόκων καὶ ἑνδεκάμηνοι Ἱππ. π. Ὀκταμήνου 259. 35
Spanish (DGE)
-ον
1 de once meses de edad o de vida, en uso pred. ἑ. κάθθανες IUrb.Rom.1323.1 (I/II d.C.), de niños nacidos en el undécimo mes de gestación παιδίον Hp.Septim.15
•subst. τὸ ἑ. niño, feto de once meses Arist.Fr.283.
2 que sucede a los once meses, al undécimo mes οἱ δεκάμηνοι τῶν τόκων καὶ ἑνδεκάμηνοι los partos de diez y once meses Hp.Oct.4.
3 que consta de once meses en lugar de doce, de once meses (ἔτος) BGU 1744.10, 1745.12 (ambos I a.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑνδεκάμηνος, -ον)
(για νεογνά ζώων) αυτός που γεννιέται μετά από κύηση ένδεκα μηνών
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ηλικία ένδεκα μηνών («ενδεκάμηνο βρέφος»)
2. αυτός που διαρκεί ένδεκα μήνες («ενδεκάμηνη προθεσμία»)
3. αυτός που χορηγείται για ένδεκα μήνες («ενδεκάμηνη άδεια»)
4. το ουδ. ως ουσ. το ενδεκάμηνο
χρονικό διάστημα ένδεκα μηνών.
Russian (Dvoretsky)
ἑνδεκάμηνος: одиннадцатимесячный Arst.