πλαγγών: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''πλαγγών''': {plaggṓn}<br />'''Meaning''': [[Wachsfigur]], [[Wachspuppe]] (Kall. ''Cer''. 91)<br />'''Derivative''': mit [[πλαγγόνιον]] n. [[Art Salbe]] (Polem. Hist. ap. Ath. 15, 690e, Sosib., Poll.).<br />'''Etymology''' : Letzteres laut Polem. nach der Erfinderin Πλαγγών; ob auch [[πλαγγών]] als Appellat. aus dem PN (D. u. a.)?<br />'''Page''' 2,547
|ftr='''πλαγγών''': {plaggṓn}<br />'''Meaning''': [[Wachsfigur]], [[Wachspuppe]] (Kall. ''Cer''. 91)<br />'''Derivative''': mit [[πλαγγόνιον]] n. [[Art Salbe]] (Polem. Hist. ap. Ath. 15, 690e, Sosib., Poll.).<br />'''Etymology''': Letzteres laut Polem. nach der Erfinderin Πλαγγών; ob auch [[πλαγγών]] als Appellat. aus dem PN (D. u. a.)?<br />'''Page''' 2,547
}}
}}

Revision as of 10:27, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλαγγών Medium diacritics: πλαγγών Low diacritics: πλαγγών Capitals: ΠΛΑΓΓΩΝ
Transliteration A: plangṓn Transliteration B: plangōn Transliteration C: plaggon Beta Code: plaggw/n

English (LSJ)

όνος, ὁ, A wax-puppet, doll, Call.Cer.92.

German (Pape)

[Seite 623] ῶνος, ὁ, eine Wachspuppe, Callim. Ger. 92 u. VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πλαγγών: -όνος, ὁ, (πλάσσω) κηρίνη κοῦκλα, Καλλ. εἰς Δήμητρ. 91. ― Καθ’ Ἡσύχ.: πλαγγών· κήρινον τι κοροκόσμιον, σφαῖρα, καλαθὶς (κάχαρις;), καὶ πλαγγόνες κεκρύφαλα».

Greek Monolingual

η / πλαγγών, -όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πλαγγόνα, η, Ν
μικρό κέρινο ομοίωμα ανθρώπου, κέρινη κούκλα με αρκετά πεπλατυσμένο σώμα και κινητά χέρια και πόδια
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) α) «σφαῑρα, καλαθίς»
β) «πλαγγόνες κεκρύφαλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η μορφή της λ. θα μπορούσε να οδηγήσει στη σύνδεσή της με το θ. πλαγγ- του ρ. πλάζω (πρβλ. πλάγγ-ος), η σημασία της όμως γεννά προβλήματα. Παρλλ., το μαρτυρούμενο ανθρωπωνύμιο Πλαγγών (πρβλ. πλαγγόνων) μάλλον ταυτίζεται με το προσηγορικό].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: wax figure, wax doll (Call. Cer. 91)
Derivatives: πλαγγόνιον n. kind of ointment (Polem. Hist. ap. Ath. 15, 690e, Sosib., Poll.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The last acc. to Polem. after the discoverer Πλαγγών; also πλαγγών as appellat. from the PN (D. a. o.)?

Frisk Etymology German

πλαγγών: {plaggṓn}
Meaning: Wachsfigur, Wachspuppe (Kall. Cer. 91)
Derivative: mit πλαγγόνιον n. Art Salbe (Polem. Hist. ap. Ath. 15, 690e, Sosib., Poll.).
Etymology: Letzteres laut Polem. nach der Erfinderin Πλαγγών; ob auch πλαγγών als Appellat. aus dem PN (D. u. a.)?
Page 2,547