κήπευμα: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " ’" to "’") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κήπευμα''': τό, [[ἄνθος]] τοῦ κήπου, κηπεύματα Χαρίτων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1100, πρβλ. Ἀπολλόδ. | |lstext='''κήπευμα''': τό, [[ἄνθος]] τοῦ κήπου, κηπεύματα Χαρίτων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1100, πρβλ. Ἀπολλόδ. παρ’’Αθην. 682D, Ἑρμάνν. Πονημάτ. 1. 58. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:30, 21 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A garden, κηπεύματα Χαρίτων Ar.Av.1100, cf. Apollod.Hist. ap. Ath.15.682d, Dicaearch.1.13.
German (Pape)
[Seite 1432] τό, das im Garten Gebau'te, das Gartengewächs; Ar. Av. 1095; Ath. XV, 682 d u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κήπευμα: τό, ἄνθος τοῦ κήπου, κηπεύματα Χαρίτων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1100, πρβλ. Ἀπολλόδ. παρ’’Αθην. 682D, Ἑρμάνν. Πονημάτ. 1. 58.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
plante potagère ou de jardin.
Étymologie: κηπεύω.
Greek Monolingual
το (ΑΜ κήπευμα) κηπεύω
φυτό που καλλιεργείται σε κήπο, που αναπτύχθηκε σε κήπο, φυτό ή άνθος του κήπου
αρχ.
κήπος.
Greek Monotonic
κήπευμα: -ατος, τό (κηπεύω), λουλούδι του κήπου, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κήπευμα -ατος, τό [κηπεύω] tuin.
Russian (Dvoretsky)
κήπευμα: ατος τό садовое растение, цветок (κηπεύματα Χαρίτων Arph.).