ὑποσπανίζομαι: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ") |
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=commencer à manquer de, gén. : βορᾶς ESCHL de nourriture ; [[τί]] δ’ ἐστὶ χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον SOPH en quoi | |btext=commencer à manquer de, gén. : βορᾶς ESCHL de nourriture ; [[τί]] δ’ ἐστὶ χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον SOPH en quoi s'aperçoit-on que cela fasse faute ?<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σπανίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:25, 22 August 2022
English (LSJ)
Pass., used by Trag. only in pf. part., A to be scant or stinted of, ὑπεσπανισμένοι βορᾶς A.Pers.489, cf. Ch.577. 2 of things, to be lacking, to be left undone, τί δ' ἐστὶ χρείας τῆσδ' ὑπεσπανισμένον (cf. χρεία 11.4) S.Aj.740. II Act. in signf. 1.1, Procop. Goth.2.20, 3.25; in signf. 1.2, Ph.2.64,73.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσπᾰνίζομαι: Παθητ., ἐν χρήσει παρὰ Τραγικ. μόνον ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ πρκμ., εὑρίσκομαι ἐν σπάνει πράγματός τινος, ὑπεσπανισμένους βορᾶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 489, πρβλ. Χο. 577. 2) ἐπὶ πραγμάτων, μένω ἀτέλεστον, τί δ’ ἔστι χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον) (πρβλ. χρεία ΙΙ. 4), Σοφ. Αἴ. 740. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς σημασ. 1 παρὰ Προκοπ., ἐπὶ δὲ τῆς σημασ. 2 παρὰ Φίλωνι.
French (Bailly abrégé)
commencer à manquer de, gén. : βορᾶς ESCHL de nourriture ; τί δ’ ἐστὶ χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον SOPH en quoi s'aperçoit-on que cela fasse faute ?
Étymologie: ὑπό, σπανίζω.
Greek Monotonic
ὑποσπᾰνίζομαι: Παθ., μτχ. παρακ. ὑπεσπανισμένος, είμαι ανεπαρκής ή στερούμαι ενός πράγματος, με γεν., σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πράγματα, είμαι λειψός, έχω μείνει ανεκτέλεστος, ατελείωτος, μισοτελειωμένος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποσπᾰνίζομαι: ощущать некоторый недостаток, нуждаться (βορᾶς Aesch.): τί δ᾽ ἔστι χρείας τῆσδ᾽ ὑπεσπανισμένον; Soph. что же в этом деле упущено?
Middle Liddell
Pass., perf. part. ὑπεσπανισμένος
1. to be scant or stinted of a thing, c. gen., Aesch.
2. of things, to be lacking, left undone, Soph.