λύγδος: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λύγδος:''' ἡ белый мрамор Anth., Diod. | |elrutext='''λύγδος:''' ἡ [[белый мрамор]] Anth., Diod. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 10:10, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A white marble, Peripl.M.Rubr.24; λύγδου λειότερον AP5.27 (Rufin.); οἷά τε λύγδου γλυπτήν ib.193 (Posidipp. or Asclep.); ἡ Παρία λ. D.S.2.52, cf. Mart.6.13,42.
German (Pape)
[Seite 67] ὁ (λυκ), weißer Marmor, ein blendend weißer Stein, auch fem., ἡ Παρία λύγδος, parischer Marmor, D. Sic. 2, 52; λύγδου λειότερον Rutin. 38 (V, 28), u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λύγδος: ἡ, λευκὸν μάρμαρον, λύγδου λειότερον Ἀνθ. Π. 5. 28· οἷά τε λύγδου γλυπτὴν αὐτόθι 194· ἡ Παρία λύγδος Διόδ. 2. 52. (Ἴσως ἐκ √ΛΥΚ, λύκη, ὡς ἐκ τῆς λαμπρᾶς αὐτοῦ λευκότητος, ἴδε Κούρτ. 523).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
marbre blanc.
Étymologie: R. Λυκ, briller.
Greek Monolingual
λύγδος, ἡ (Α)
λευκό μάρμαρο, λευκή, στιλπνή πέτρα («διόπερ οὔτε ἡ Παρία λύγδος, οὔτ' ἄλλη θαυμαζομένη πέτρα τοῖς Ἀραβίοις λίθοις ἐξισωθῆναι δύναται», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. έχει κατάλ. -δος (πρβλ. μόλυβδος, κίβδος) και συνδέεται πιθ. με την οικογένεια του λευκού].
Greek Monotonic
λύγδος: ἡ, λευκό μάρμαρο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λύγδος: ἡ белый мрамор Anth., Diod.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: (white) marble (D. S., Peripl. M. Rubr., AP).
Derivatives: λύγδ-ινος of marble, marble-white (Babr., Philostr., AP, Cyrene), -ίνεος id. (AP). λύγδη τὸ δένδρον ἡ λεύκη H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Ending as in μόλυβδος (but s.v.!), κίβδος a. o. and like these without etymology. Connection with λευκός a. rel. (Bq a. o.) is morphologically hard to explain. -δος, sound-words like κέλαδος (s. v.) excepted, is not a productive suffix. - Fur. 307 connect σ λογάδες which must remain uncertain. Still the word is prob. Pre-Greek. Connetion with λευκός is hardly probable.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
λύγδος: {lúgdos}
Grammar: f.
Meaning: ‘(weißer) Marmor’ (D. S., Peripl. M. Rubr., AP)
Derivative: mit λύγδινος aus Marmor, marmorweiß (Babr., Philostr., AP, Kyrene), -ίνεος ib. (AP). Dazu λύγδη· τὸ δένδρον ἡ λεύκη H.
Etymology: Ausgang wie in μόλυβδος, κίβδος u. a. und wie diese ohne Etymologie. Die Anknüpfung an λευκός u. Verw. (Bq u. a.) ist morphologisch schwer zu begründen, da -δος, von Schallwörtern wie κέλαδος (s. d.) abgesehen, kein lebendiges Suffix ist.
Page 2,140-141